ΣΚΟΠΟΣ
Πρωταρχικός σκοπός της μελέτης ήταν να ανιχνεύσει και να καταγράψει τους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου σε συγκεκριμένο αστικό πληθυσμό.
Απώτερος σκοπός ήταν να σχεδιαστούν προγράμματα προληπτικής παρέμβασης, βασισμένα στον παθολογικό καταγραφικό χάρτη των αποτελεσμάτων της έρευνας, ώστε να βελτιωθούν οι τροποποιήσιμοι παράγοντες και να περιοριστεί ο σχετικός κίνδυνος από καρδιαγγειακή νόσο του υπό μελέτη πληθυσμού της συγκεκριμένης κοινότητας
ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ
Η παρούσα έρευνα διεξήχθη στο Δήμο Καλλιθέας Αθήνας κατά τη διάρκεια του έτους 2004. Το υλικό αποτέλεσαν 235 ενήλικα άτομα που χρησιμοποιούσαν τις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του Δήμου Καλλιθέας και δέχθηκαν να συμμετάσχουν στην έρευνα, η οποία είχε χαρακτήρα προληπτικού προγράμματος ελέγχου. Την ομάδα εργασίας του προγράμματος αποτέλεσε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό των αντίστοιχων μονάδων του Δήμου, καθώς και ομάδα φοιτητών με την εκπαιδευτικό τους, του Τμήματος Νοσηλευτικής ΑΤΕΙ Αθήνας. Η προσέγγιση της διερεύνησης έγινε με λήψη ιστορικού υγείας, μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, σωματομετρικές μετρήσεις (βάρος, ύψος) για τον έλεγχο του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και αιμοληψία για έλεγχο λιποπρωτεϊνών πλάσματος. Όλες οι ανωτέρω μετρήσεις έγιναν την ίδια ημέρα σε συγκεκριμένο αριθμό ατόμων (έως 30 άτομα), τα οποία είχαν προγραμματιστεί εκ των προτέρων και ενημερωθεί ότι θα πρέπει να είναι νήστεις για έλεγχο χοληστερόλης. Οι μετρήσεις έγιναν με τα ίδια όργανα σε όλο το δείγμα και τα άτομα που ελάμβαναν το ιστορικό είχαν εκπαιδευτεί κατάλληλα από τον υπεύθυνο του προγράμματος, ώστε να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα των απαντήσεων. Με τη λήψη ιστορικού ζητήθηκαν δημογραφικά στοιχεία, όπως φύλο, ηλικία, επάγγελμα, καταγωγή, οικογενειακή κατάσταση, καθώς επίσης πληροφορίες για το παρόν ιστορικό υγείας, εάν υπάρχει κληρονομική επιβάρυνση σε καρδιαγγειακά νοσήματα, εθιστικές συνήθειες και κατάσταση σωματικής δραστηριότητας (άθληση, κινητικότητα). Για λόγους ερευνητικούς, η ηλικία ταξινομήθηκε σε έξι ηλικιακές ομάδες ανά δεκαετία, αρχίζοντας από την ομάδα 20–30 ετών και τελειώνοντας σ’ αυτή των 71 και άνω.
Το επάγγελμα ταξινομήθηκε σε χειρωνακτικό, γραφείου και μικτό. Στο τελευταίο ταξινομήθηκαν και τα οικιακά. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης έγινε πριν από την αιμοληψία και, σύμφωνα με τις ανευρεθείσες τιμές, έγινε η ταξινόμηση σε άτομα με φυσιολογική αρτηριακή πίεση (συστολική <140 mmHg, διαστολική <90 mmHg), υπέρταση (συστολική ≥140 mmHg, διαστολική ≥95 mmHg) και υπόταση (συστολική ≤100 mmHg).
Χρησιμοποιώντας το ΔΜΣ=Βάρος (kg)/ύψος2 (m), σύμφωνα με τις σωματομετρικές μετρήσεις, έγινε ταξινόμηση του πληθυσμού σε λιποβαρείς (ΔΜΣ<18,5 kg/m2), σε άτομα φυσιολογικού βάρους (ΔΜΣ=18,5–24,9 kg/m2) και σε υπέρβαρους-παχύσαρκους (ενιαία ταξινόμηση) (ΔΜΣ>25 kg/m2).
Για λόγους ερευνητικούς, ο πληθυσμός ταξινομήθηκε σε τέσσερις ομάδες, ανάλογα με τα κοινωνικο-πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Η ομάδα Α (154 άτομα) ήταν ο γενικός πληθυσμός που χρησιμοποιούσε τις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ιατρεία, ΚΑΠΗ), η ομάδα Β (43) ήταν άτομα που ανήκαν αποκλειστικά στο σύλλογο των Ποντίων (Έλληνες από τον Πόντο), η ομάδα Γ (26) ήταν άτομα με μερική ή πλήρη απώλεια όρασης (τυφλοί), στους οποίους οι μετρήσεις έγιναν στο χώρο ενασχόλησής τους, και η ομάδα Δ (12 άτομα) ήταν οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα του Δήμου. Για όλο τον πληθυσμό μελετήθηκαν και συσχετίστηκαν τα αποτελέσματα ελέγχου λιπιδαιμίας (ολική χοληστερόλη, LDL, HDL και αθηρωματικός δείκτης) με τα γενικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού (φύλο, επάγγελμα, ηλικία, καταγωγή, οικογενειακή κατάσταση), καθώς και με τους παράγοντες κινδύνου στεφανιαίας νόσου (υπέρταση, παχυσαρκία, κάπνισμα, αλκοόλ, κληρονομικότητα, σωματική άσκηση).
Τα αποτελέσματα ελέγχου λιπιδαιμίας, το βεβαρημένο κληρονομικό ιστορικό και η καπνισματική συνήθεια μελετήθηκαν και συσχετίστηκαν με την καθ’ ομάδες ταξινόμηση για τη διερεύνηση ομάδας πληθυσμού υψηλού κινδύνου. Για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS 13.0 for windows (Statistical Package for the Social Sciences) και η δοκιμασία της στατιστικής συσχέτισης κατά Ρearson.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Τα περιγραφικά χαρακτηριστικά του δείγματος των 235 ατόμων σχετικά με την κατά φύλο, ηλικία, επάγγελμα, καταγωγή και οικογενειακή κατάσταση κατανομή φαίνονται στον πίνακα 1. Στον ίδιο πίνακα αναφέρονται τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη στατιστική συσχέτιση των γενικών χαρακτηριστικών του δείγματος με τις τιμές των λιποπρωτεϊνών του πλάσματος. Έτσι, οι γυναίκες του δείγματός μας παρουσίαζαν υψηλότερη μέση τιμή ολικής χοληστερόλης (216,93±42,192 mg/dL) σε σχέση με τους άνδρες (203,11±38,883 mg/dL) (P<0,001).
Πίνακας 1. Γενικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού και αποτελέσματα τιμών λιπιδαιμικών παραμέτρων. | |||||||
Χαρακτηριστικά | Ν | (%) | Ολική χοληστερόλη mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | HDL mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | LDL mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | Αθηρωματικός δείκτης (ΜΤ±ΣΑ) | |
Φύλο | |||||||
Άνδρες | 108 | 46 | 203,11±38,885 | 46,75±19,379 | 128,44±34,618 | 4,77±1,552 | |
Γυναίκες | 127 | 54 | 216,93±42,192* | 57,02±15,699 | 130,03±39,711 | 4,07±1,782 | |
Επάγγελμα | |||||||
Χειρωνακτικό | 93 | 39,57 | 207,98±43,924 | 48,88±12,299* | 129,83±37,935 | 4,45±1,388 | |
Γραφείου | 54 | 22,98 | 204,19±40,578 | 53,76±14,568 | 126,23±35,479 | 4,09±1,404 | |
Μικτό | 87 | 37,45 | 216,70±37,956 | 53,28±17,535 | 130,85±38,533 | 4,56±2,134 | |
Ηλικία | |||||||
20–30 | 12 | 5,1 | 122,00±0,000 | 51,08±15,132 | 90,36±26,383 | 3,85±2,340 | |
31–40 | 14 | 6 | 201,79±30,167 | 45,21±12,729 | 114,00±32,938 | 5,29±3,832 | |
41–50 | 42 | 17,9 | 205,44±36,949 | 51,60±14,789 | 124,24±30,134 | 4,23±1,387 | |
51–60 | 48 | 20,4 | 214,77±48,777 | 51,10±13,117* | 134,96±40,878* | 4,44±1,374 | |
61–70 | 56 | 23,8 | 221,63±40,886 | 52,40±17,907* | 137,25±41,346* | 4,51±1,681* | |
71 και άνω | 61 | 26 | 210,60±35,415 | 53,15±14,134 | 126,72±33,242* | 4,25±1,144* | |
Καταγωγή | |||||||
Έλληνας | 169 | 71,9 | 209,51±38,405 | 52,57±15,626 | 127,39±35,411 | 4,31±1,782 | |
Αλλοδαπός | 47 | 20 | 216,34±48,287 | 50,87±13,567 | 135,83±43,454 | 4,52±1,304 | |
Πόντιος | 43 | 8,1 | 205,84±47,145 | 44,63±9,069* | 130,28±39,379 | 4,74±1,661 | |
Οικογενειακή κατάσταση | |||||||
Έγγαμος | 148 | 62,9 | 214,21±40,117 | 49,58±13,474 | 133,85±37,590 | 4,61±1,910 | |
Άγαμος | 42 | 17,9 | 197,45±44,463 | 52,03±13,844 | 115,05±35,681 | 4,02±1,300 | |
Χήρος | 30 | 12,8 | 209,70±28,970 | 57,21±14,527 | 123,72±28,359 | 3,93±1,143 | |
Διαζευγμένος | 15 | 6,4 | 213,27±57,289 | 57,75±24,941 | 132,29±52,550 | 4,14±1,351 | |
ΜΤ: Μέση τιμή, ΣΑ: Σταθερή απόκλιση, *Υπάρχει στατιστική σημαντικότητα (P<0,001), Pearson correlation Sig (2-tailed) | |||||||
Αυτό υποστηρίζεται και με την κατά επάγγελμα κατανομή, καθότι το μικτό επάγγελμα, που στην καταχώρησή του ήταν κατά πλειοψηφία τα οικιακά, δηλαδή γυναικείος πληθυσμός, παρουσίασε την υψηλότερη μέση τιμή ολικής χοληστερόλης (216,70±37,956 mg/dL) σε σχέση με το επάγγελμα γραφείου (204,19±40,578 mg/dL) και το χειρωνακτικό επάγγελμα (207,98±43,924 mg/dL). Στο χειρωνακτικό επάγγελμα παρατηρήθηκε και η χαμηλότερη μέση τιμή HDL (48,88±12,299 mg/dL) (P<0,001) σε σχέση με το επάγγελμα γραφείου (53,76±14,568 mg/dL) και το μικτό (53,28±17,535 mg/dL).
Στην ηλικιακή ομάδα των 61–70 ετών παρατηρήθηκαν οι υψηλότερες τιμές όλων των λιποπρωτεϊνών και του αθηρωματικού δείκτη (P<0,001).
Σχετικά με την καταγωγή, οι αλλοδαποί εμφάνιζαν υψηλότερες μέσες τιμές ολικής χοληστερόλης (216,34±48,287 mg/dL) σε σχέση με τους Έλληνες (209,51±38,405 mg/dL) και τους Πόντιους (205,84±47,145 mg/dL).
Στους Πόντιους παρατηρήθηκε χαμηλότερη HDL (44,63 ±9,069 mg/dL) σε σχέση με τους Έλληνες (52,57±15,626 mg/dL) και τους αλλοδαπούς (50,87±13,567 mg/dL) (P<0,001).
Αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση του δείγματός μας, δεν παρατηρήθηκαν αξιόλογες μεταβολές των τιμών των λιποπρωτεϊνών.
Η ποσοστιαία κατανομή των παραγόντων κινδύνου της στεφανιαίας νόσου και η συσχέτισή τους με τους λιπιδαιμικούς δείκτες φαίνονται στον πίνακα 2.
Πίνακας 2. Συσχέτιση των παραγόντων κινδύνου της στεφανιαίας νόσου (ΣΝ) με τα αποτελέσματα των τιμών των λιπιδαιμικών παραμέτρων. | |||||||
Παράγοντες κινδύνου ΣΝ | Ν | (%) | Ολική χοληστερόλη mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | HDL mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | LDL mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | Αθηρωματικός δείκτης (ΜΤ±ΣΑ) | |
Αρτηριακή πίεση | |||||||
Φυσιολογική | 139 | 59,1 | 208,89±39,425 | 54,00±14,613 | 128,19±38,970 | 3,85±1,032 | |
Υπέρταση | 70 | 29,8 | 212,20±43,117 | 50,20±13,392 | 131,96±39,171 | 4,45±1,385 | |
Υπόταση | 17 | 7,2 | 199,88±44,096 | 54,12±11,999 | 117,06±37,987 | 3,82±1,286 | |
Βάρος | |||||||
Φυσιολογικό | 44 | 18,7 | 201,14±43,544 | 54,0±13,448 | 122,20±38,970 | 3,82±1,029 | |
Υπέρβαρος | 168 | 71,5 | 213,06±40,048 | 50,67±14,89 | 131,90±35,951 | 4,50±1,548 | |
Λιποβαρής | 14 | 6 | 192,50±34,189 | 54,21±9,585 | 110,50±25,976 | 3,86±1,099 | |
Κάπνισμα | |||||||
Καπνιστές | 68 | 28,9 | 202,70±36,984 | 48,94±13,399 | 126,19±33,465 | 4,54,±1,726 | |
Μη καπνιστές | 167 | 71,1 | 213,13±42,102 | 52,67±15,451 | 130,52±38,888 | 4,32±1,704 | |
ΜΤ: Μέση τιμή, ΣΑ: Σταθερή απόκλιση, Pearson correlation Sig (2-tailed) |
Έτσι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πίνακα, βρέθηκε ότι το 29,8% (70 άτομα) του δείγματός ήταν υπερτασικοί και παρουσίασαν τις χειρότερες μέσες τιμές ολικής χοληστερόλης (212,20±43,117 mg/dL), HDL (50,20±13,392 mg/dL), LDL (131,96±39,171 mg/dL) και αθηρωματικού δείκτη (4,45±1,385) σε σχέση με τα άτομα με φυσιολογική αρτηριακή πίεση, τα οποία ήταν 70 στον αριθμό (ποσοστό 29,8%) και είχαν τιμές ολικής χοληστερόλης 208,89±39,425 mg/dL, HDL 54,00±14,613 mg/dL, LDL 128,19±38,970 mg/dL και αθηρωματικό δείκτη 3,85±1,032.
Τα υποτασικά άτομα (7,2%, 17) παρουσίαζαν τις καλύτερες και μέσα στα επιθυμητά όρια τιμές όλων των λιπιδίων.
Τα υπέρβαρα και τα παχύσαρκα (ΔΜΣ≥25 kg/m2) άτομα ήταν 168 (ποσοστό 71,5%), ενώ τα φυσιολογικά μόνο 44 (18,7%) και τα λιποβαρή ακόμα λιγότερα (14 άτομα, 6%). Στα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα παρατηρήθηκαν οι χειρότερες μέσες τιμές ολικής χοληστερόλης (213,06±40,048 mg/dL), HDL (50,67±14,89 mg/dL), LDL (131,90±35,951 mg/dL) και αθηρωματικού δείκτη (4,50±1,548) σε σχέση με τα άτομα με φυσιολογικό βάρος, που είχαν ολική χοληστερόλη 201,14±43,544 mg/dL, HDL 54,0±13,448 mg/dL, LDL 122,20±38,970 mg/dL και αθηρωματικό δείκτη 3,82±1,029. Αξιοσημείωτο και εδώ είναι ότι τα λιποβαρή άτομα, όπως και τα υποτασικά, παρουσίαζαν τις ευνοϊκότερες τιμές όλων των λιπιδαιμικών παραμέτρων.
Όσον αφορά στην καπνισματική συνήθεια, στο δείγμα υπήρχαν 68 καπνιστές (ποσοστό 28,9%) και 167 μη καπνιστές (71,1%). Στους καπνιστές, η μέση τιμή της HDL ήταν χαμηλότερη (48,94±13,399 mg/dL) σε σχέση με τους μη καπνιστές (52,67±15,451 mg/dL), ωστόσο η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική (P>0,05).
Κληρονομική επιβάρυνση για καρδιαγγειακά νοσήματα υπήρχε σε 131 άτομα (ποσοστό 55,7%) και από χρόνια νοσήματα έπασχαν 102 άτομα (43,4%), από τα οποία τα 57 (24,68%) έπασχαν από καρδιαγγειακά νοσήματα.
Σχετικά με τη σωματική άσκηση, στον πληθυσμό μας υπήρχαν 135 άτομα (ποσοστό 57,4%) που προτιμούσαν το περπάτημα ως καθημερινή άσκηση, 23 (9,8%) που ακολουθούσαν πρόγραμμα ήπιας γυμναστικής και 77 (32,8%) που δεν έκαναν καμία σωματική άσκηση.
Η συσχέτιση των παραγόντων κινδύνου με τα αποτελέσματα των λιπιδαιμικών παραμέτρων δεν έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά (P>0,005).
Γενικά, η μέση τιμή ολικής χοληστερόλης του συνόλου πληθυσμού (235) ήταν 214,48±38,74 mg/dL και στο 42,98% παρατηρήθηκαν τιμές ολικής χοληστερόλης >230 mg/dL με ταυτόχρονη συνύπαρξη παραγόντων κινδύνου στεφανιαίας νόσου, κατάσταση επικίνδυνη για τον οργανισμό.
Τα αποτελέσματα από τη συγκεκριμένη μελέτη, που έγινε με την ταξινόμηση του πληθυσμού σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με τα κοινωνικο-πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους, παρουσιάζονται στον πίνακα 3.
πα
Πίνακας 3. Συγκριτικά αποτελέσματα τιμών λιπιδαιμικών παραμέτρων και παραγόντων κινδύνου στην καθ’ ομάδες ταξινόμηση του πληθυσμού. | ||||||||
Πληθυσμός | Ν | Ολική χοληστερόλη mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | LDL mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | HDL mg/dL (ΜΤ±ΣΑ) | Αθηρωματικός δείκτης (ΜΤ±ΣΑ) | Κληρονομικότητα (%) | Κάπνισμα (%) | |
Ομάδα Α (γενικός πληθυσμός) | 154 | 211,75±41,82 | 130,04±38,43 | 52,93±14,48 | 4,24±1,44 | 54,8 | 15,5 | |
Ομάδα Β (Πόντιοι) | 43 | 201,84±34,58 NS | 122,16±28,01NS | 45,45±9,60NS | 4,62±1,47NS | 48,8NS | 41,9NS | |
Ομάδα Γ (τυφλοί) | 26 | 205,08±42,09 NS | 129,65±32,63NS | 51,73±14,58NS | 4,20±1,20NS | 57,7NS | 34,6NS | |
ΟΜΑΔΑ Δ (υπάλληλοι καθαριότητας) | 12 | 239,27±36,49P<0,05 | 144,18±57,38P<0,05 | 53,55±28,79NS | 6,15±4,18P<0,05 | 81,8P<0,05 | 90,9P<0,05 | |
Pearson Correlation Sig (2-tailed), NS=Όχι στατιστικά σημαντικό, ΜΤ: Μέση τιμή, ΣΑ: Σταθερή απόκλιση P: Εκφράζει τη στατιστική σημαντικότητα των τιμών των ομάδων Β, Γ, Δ συγκριτικά με την ομάδα Α |
Όπως προκύπτει από τη μελέτη των αποτελεσμάτων, η ομάδα Β (Πόντιοι) και η ομάδα Γ (τυφλοί) δεν διέφεραν στατιστικώς σημαντικά από την ομάδα Α του γενικού πληθυσμού. Αντίθετα, η ομάδα Δ (υπάλληλοι καθαριότητας του Δήμου) διέφερε στατιστικώς σημαντικά (P<0,05) από το γενικό πληθυσμό και παρουσίαζε τις χειρότερες λιπιδαιμικές μέσες τιμές (ολική χοληστερόλη 239,27 mg/dL, LDL 144,18 mg/dL, HDL 53,5 mg/dL, αθηρωματικός δείκτης 6,15) και υψηλό ποσοστό από αυτούς είχαν βεβαρημένο κληρονομικό ιστορικό (81,8%) και υψηλή συχνότητα καπνισματικής συνήθειας (90,9%).
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι η μέση τιμή της ολικής χοληστερόλης (214,4 mg/dL) του πληθυσμού της μελέτης μας βρέθηκε πολύ χαμηλότερη από παρεμφερή μελέτη που έγινε σε παρόμοιου τύπου αστικό πληθυσμό και στην οποία η αντίστοιχη τιμή ήταν 239,4 mg/dL.41 Το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι καθησυχαστικό, καθότι ποσοστό 42,98% του πληθυσμού μας βρέθηκε να έχει ολική χοληστερόλη >230 mg/dL και ταυτόχρονα έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου, γεγονός που πολλαπλασιάζει το σχετικό κίνδυνο για στεφανιαία νόσο.
Σύμφωνα με την ανάλυση της διακύμανσης των τιμών των λιπιδαιμικών παραμέτρων κατά φύλο, βρέθηκε ότι, ενώ οι γυναίκες εμφάνιζαν υψηλότερες μέσες τιμές ολικής χοληστερόλης και LDL απ’ ό,τι οι άνδρες, διατηρούσαν ταυτόχρονα και υψηλότερα επίπεδα HDL και έτσι παρουσίαζαν μικρότερο κίνδυνο για αθηρωμάτωση, όπως καταφαίνεται και από το μικρότερο αθηρωματικό δείκτη τους σε σχέση με τους άνδρες. Έτσι δικαιολογείται, σύμφωνα και με διεθνείς μελέτες, το ότι η υψηλή τιμή ολικής χοληστερόλης στις γυναίκες, σε αντίθεση με τους άνδρες, δεν αποτελεί ισχυρό παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο. Η παχυσαρκία, η υπέρταση, η καθιστική ζωή και η κατάθλιψη είναι περισσότερο επικίνδυνες, για τον ίδιο λόγο, στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.
Το κάπνισμα αποτελεί ισχυρό παράγοντα κινδύνου και για τα δύο φύλα, αλλά φαίνεται ότι επιβαρύνει περισσότερο τους άνδρες.43 Επιπλέον, με τη μελέτη CARDIO 2000, που έγινε στην Ελλάδα, επιβεβαιώθηκε ότι η υπέρταση επιβαρύνει περισσότερο τις γυναίκες στην εμφάνιση στεφανιαίας νόσου, ενώ στους άνδρες οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι η παρουσία υπερχοληστερολαιμίας και οικογενειακού ιστορικού στεφανιαίας νόσου.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η μέση προς μεγάλη ηλικία των γυναικών αποτελεί ισχυρό προδιαθεσικό παράγοντα στεφανιαίας νόσου, γιατί μετά την εμμηνόπαυση χάνεται η ευνοϊκή λιπιδαιμική εικόνα και καθώς τα επίπεδα των οιστρογόνων μειώνονται, ελαττώνονται και τα επίπεδα της HDL.
Στη μελέτη μας παρατηρήθηκε χαμηλότερη μέση τιμή HDL στο χειρωνακτικό επάγγελμα (48,88 mg/dL) σε σχέση με το επάγγελμα γραφείου (53,76 mg/dL) και το μικτό (53,28 mg/dL), παρότι στη σχετική βιβλιογραφία υπάρχουν σαφείς αναφορές για αύξηση των επιπέδων της HDL με τη χειρωνακτική εργασία και την άσκηση.
Το εύρημα αυτό δικαιολογείται στην έρευνά μας, γιατί τα άτομα που ασκούσαν το χειρωνακτικό επάγγελμα ήταν στην πλειοψηφία ανδρικός πληθυσμός και καπνιστές σε ποσοστό 90%. Έτσι και οι δύο αυτοί παράγοντες επιδρούν αρνητικά στα επίπεδα της HDL, παρά την ευεργετική επίδραση της άσκησης λόγω του χειρωνακτικού επαγγέλματος. Το ποσοστό 29,8% του πληθυσμού της μελέτης που βρέθηκε ότι είναι υπερτασικοί συμφωνεί με τα διεθνή δεδομένα, που αναφέρουν ότι στους 4 ενήλικες ο ένας είναι υπερτασικός.
Αναφορικά με την καπνισματική συνήθεια, το ποσοστό των καπνιστών της μελέτης μας (28,9%) ήταν μικρότερο του 40%, που –σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας– είναι το ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού των καπνιστών στην Ελλάδα. Όμως, από την καθ’ ομάδες ταξινόμηση του πληθυσμού, η συχνότητα της καπνισματικής συνήθειας σε κάποιες υποομάδες βρέθηκε υψηλότερη του μέσου όρου (Πόντιοι 48,8%, υπάλληλοι καθαριότητας 90,9%).
Το υψηλό ποσοστό των υπέρβαρων και παχύσαρκων (71%) τείνει να φθάσει την αντίστοιχη κατανομή των ενηλίκων των ΗΠΑ, όπου τα 2/3 αυτών είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι.
Η ηλικία είναι ένας παράγοντας αύξησης των τιμών της χοληστερόλης, σύμφωνα με τα δεδομένα της βιβλιογραφίας και αυτό επιβεβαιώνεται και από τη δική μας μελέτη. Επιπλέον, βρέθηκε ότι τα άτομα >51 ετών παρουσίαζαν υψηλότερες τιμές ολικής χοληστερόλης και HDL, αλλά διατηρούσαν μέση τιμή αθηρωματικού δείκτη <5, επειδή και η μέση τιμή HDL ήταν υψηλή (>50 mg/dL).
Οι χαμηλότερες τιμές ολικής χοληστερόλης, που παρουσιάζουν οι Έλληνες (209,51 mg/dL) σε σχέση με τους αλλοδαπούς (216,34 mg/dL), πιθανώς να σχετίζονται με την τήρηση της μεσογειακής διατροφής, που αποδείχθηκε ότι βελτιώνει τα επίπεδα των λιπιδίων του αίματος και προστατεύει από την καρδιαγγειακή νόσο.
Από τη συσχέτιση των λιπιδαιμικών παραμέτρων με τους παράγοντες κινδύνου στην έρευνά μας βρέθηκε ότι οι υπερτασικοί και οι παχύσαρκοι έχουν τις χειρότερες τιμές των λιποπρωτεϊνών αίματος σε σχέση με τους φυσιολογικούς, ενώ οι υποτασικοί και οι λιποβαρείς έχουν τις ευνοϊκότερες. Το αποτέλεσμα αυτό επισφραγίζει παλαιότερη έρευνα σε 2016 Αθηναίους, όπου είχε βρεθεί ότι στα άτομα με χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης ο επιπολασμός της υπέρτασης, των τιμών σακχάρου αίματος ≥120 mg/dL και του ΔΜΣ>27 ήταν μικρότερος σε σχέση με αυτούς που είχαν υψηλότερες τιμές χοληστερόλης.
Στην έρευνά μας, το 55,7% του πληθυσμού παρουσίαζε κληρονομική επιβάρυνση σε καρδιαγγειακά νοσήματα, το 24,68% έπασχε από αυτά και το 32,8% δεν έκανε καμία σωματική άσκηση. Όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου θα πρέπει να προτείνεται τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου που επιδέχονται αλλαγή, όπως το κάπνισμα, η υπέρταση, η καθιστική ζωή, οι διαιτητικές συνήθειες κ.λπ., ώστε να περιοριστεί ο σχετικός κίνδυνος.
Μελέτες έδειξαν ότι διατροφικοί και κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες επιδρούν στα λιπίδια του αίματος. Στην έρευνά μας, με το διαχωρισμό του πληθυσμού σε ομάδες ανάλογα με τα κοινωνικο-πολιτιστικά χαρακτηριστικά του, φάνηκε ότι οι υπάλληλοι καθαριότητας του Δήμου (χαμηλό κοινωνικό επίπεδο) παρουσίαζαν τις χειρότερες τιμές στα λιπίδια του αίματος και υψηλή συχνότητα οικογενειακού ιστορικού στεφανιαίας νόσου και καπνισματικής συνήθειας. Έτσι, με τα αποτελέσματά μας επιβεβαιώνεται η άποψη ότι το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο συντελεί στην αύξηση των λιπιδίων του αίματος αλλά και στην εμφάνιση και άλλων παραγόντων κινδύνου της στεφανιαίας νόσου. Η ομάδα των τυφλών και μερικώς βλεπόντων, στην έρευνά μας, δεν διέφερε στατιστικώς σημαντικά από το γενικό πληθυσμό στα επίπεδα των λιπιδίων του αίματος, στην καπνισματική συνήθεια και στο οικογενειακό ιστορικό, γεγονός που θα μπορούσε να αποδοθεί στο ότι οι περισσότεροι τυφλοί ακολουθούσαν τις διατροφικές συνήθειες των υγιών μελών της οικογένειάς τους.
Σχετικά με την καπνισματική συνήθεια, αν και η όραση είναι η κυρίαρχη αίσθηση για την υιοθέτησή της, εντούτοις οι έρευνες δείχνουν ότι δεν υπάρχει αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ καπνιστών φυσιολογικής όρασης και μερικώς βλεπόντων. Σύμφωνα με τις ίδιες έρευνες, το ποσοστό των καπνιστών στους εκ γενετής τυφλούς φθάνει το 24%. Στη δική μας έρευνα, τυφλοί και μερικώς βλέποντες κάπνιζαν σε ποσοστό 34,6%.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η έρευνα ανοίγει μονοπάτια επιλεγμένης προληπτικής παρέμβασης στην κοινότητα, σύμφωνα με τους κινδύνους που εντοπίστηκαν βάσει της τεκμηρίωσης των αποτελεσμάτων της.
Έμφαση θα πρέπει να δίνεται στη ρύθμιση των επιπέδων χοληστερόλης στους άνδρες, γιατί σε αυτούς αποτελεί ισχυρότερο παράγοντα κινδύνου απ’ ό,τι στις γυναίκες.
Οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση θα πρέπει να ασκούνται σωματικά και να επιλέγουν διαιτολόγιο πλούσιο σε φυτικές στερόλες (φρούτα, λαχανικά), έτσι ώστε να διατηρήσουν χαμηλό αθηρωματικό δείκτη κρατώντας τη HDL σε υψηλά επίπεδα.
Η προληπτική παρέμβαση θα πρέπει να αρχίσει από τα άτομα ή τις ομάδες υψηλού κινδύνου, που αποδείχθηκε ότι είναι οι υπερτασικοί, οι υπέρβαροι-παχύσαρκοι, οι καπνιστές, αλλά και τα άτομα με χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, που συγκεντρώνουν αρκετούς παράγοντες κινδύνου στεφανιαίας νόσου.
Επειδή η στεφανιαία νόσος είναι πολυπαραγοντική, για να είναι εφικτή η πρόληψή της θα πρέπει να στοχεύει στην ολιστική αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών αναγκών του ανθρώπου και όχι στην αντιμετώπιση μεμονωμένων συμπτωμάτων ή αποκλινουσών συμπεριφορών.
ΒιβλιογραφIα
1. Αραπογιάννη Α. Πρόσφατες εξελίξεις στην πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2004
2. Παναγιωτάκος Δ. Γυναίκες και στεφανιαία νόσος. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2004
3. Ανθόπουλος Λ. Οι παράγοντες κινδύνου της ισχαιμικής καρδιοπάθειας. Στο: Τούτουζας Π (Συντ.) Η καρδιά. ΕΛΙΚΑΡ, Αθήνα, 1996
4. Τούτουζας Π, Στεφανίδης Χ, Μπουντούλας Χ. Καρδιακές παθήσεις. Τόμος Β. 2η έκδοση. Εκδόσεις Παρισιάνου, Αθήνα, 2001
5. Παπαστεριάδης Ε. Νεότερα από την έρευνα σχετικά με το έμφραγμα του μυοκαρδίου. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2004
6. Πισσαρίδης Κ. Το άγχος, το κάπνισμα, τα οινοπνευματώδη και η καρδιά. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2003
7. Παναγιωτάκος Δ. Το κάπνισμα και ο κίνδυνος εκδήλωσης καρδιακού επεισοδίου στην Ελλάδα. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2003
8. Virgil Brown W, Smith D. Nutrition and heart disease. In: Herbert V, Subak-Sharpe G (eds) Total nutrition. St Martins Crittin, New York, 1995
9. Knoops KT, De Groot LC, Kromhout D. Mediterranean diet, life style factors, and 10-year mortality in elderly European men and women: The HALE project. JAMA 2004
10. Steffen LM, Jacobs DR, Stevens J. Association of whole-grain, rafined-grain, fruit and vegetable consumption with risks of all-cause mortality and incident coronary artery-disease and ischemic stroke: the Atherosclerosis Risk in Communites (ARIC) Study. Am J Clin Nutr 2003
11. Σταμάτης Δ. Ψάρια, ιχθυέλαια, ω-3 λιπαρά οξέα και καρδιαγγειακή νόσος. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2004
12. Πισσαρίδης Κ. Ξηροί καρποί για την καρδιά μας. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2003
13. Κυρίτση Ε, Πολυκανδριώτη Μ. Ο ρόλος της διατροφής στη στεφανιαία νόσο. Το Bήμα του Ασκληπιού 2005
14. Kokkinos P. Διατροφή για τα παιδιά μας και στεφανιαία νόσος. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2005
15. Τοκμακίδης Σ. Άσκηση και καλή χοληστερίνη. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2005
16. Ξηρογιάννης Ι, Πανάγου Ε, Χατζηκωνσταντίνου Σ. Επίδραση της βασικής στρατιωτικής εκπαίδευσης στα επίπεδα των λιπιδίων και των λιποπρωτεϊνών του αίματος νεοσυλλέκτων στρατιωτών. Ιατρ Χρον 1987
17. Ρίχτερ Δ. Σωματική άσκηση, κάπνισμα και καρδιά. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2003
18. Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας. Η παχυσαρκία είναι νόσος. Αντιμετωπίζεται. Συμβουλευτείτε το γιατρό σας. Ένας ενημερωτικός και συμβουλευτικός οδηγός για τον πολίτη. Αθήνα, 2001
19. Gensini GF, Comeglio M, Colella A. Classical risk factors and emerging elements in the risk profile for coronary artery disease. Eur Heart 1998
20 Torgerson JS, Hauptman J, Boldrin MN, Sjostrom L. Xenical in the prevention of diabetes in obese subjects (XENDOS) study: a randomized study of orlistast as an adjuct to lifestyle changes for the prevention of type 2 diabetes in obese patients. Diabet Care 2004
21. He J, Whelton PK. Elevated systolic blood pressure as a risk factor for cardiovascular and renal disease. J Hypertens 1999
22. Λυδάκη Ε, Καφάτος Α, Κουνάλη Δ, Αποστολάκη Ι. Διαιτητικές συνήθειες, φυσική δραστηριότητα και λιπίδια ορού παχύσαρκων παιδιών 12–14 χρονών. Παιδιατρική 1994
23. Ζαμπέλας Α. Παχυσαρκία: ο ρόλος της γυναίκας. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2005
24. Κιοσές Γ. Παρακολουθώντας την παγκόσμια αύξηση της παχυσαρκίας. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2004
25. Κυρίτση Φ, Μοντεσάτου Μ, Βαλαβανίδου Ε, Θωμοπούλου Αικ, Γεωργούλα Μ. Μελέτη σωματομετρικής ανάπτυξης παιδιών πρώτης σχολικής ηλικίας σε αστική περιοχή. Νοσηλευτική 2004
26. Μπιτσιώτη Μ, Νεάρχου Α, Καζματζή Β. Ανάπτυξη και διαιτητικές συνήθειες παιδιών σχολικής ηλικίας στην επαρχία της Σητείας. Παιδιατρική 1995
27. He J, Ogden LG, Vuppytyri S, Bazzano LT. Dietary sodium intake and subsequent risk of cardiovascular disease in over-weight adults. JAMA 2000
28. Trichopoulou A, Costacou T, Bamia C. Adherence to a mediterranean diet and survival in a Greek population. N Engl J Med 2003
29. Τσιούφης Κ. Νεώτερα από το μέτωπο της υπέρτασης. ΕΛΙΚΑΡ: Στους ρυθμούς της καρδιάς 2005
30. Μπαμπάτσικου Φ, Κουτής Χ, Μπέλλου Π, Κυριακίδου Ε, Μαστράπα Ε. Αρτηριακή υπέρταση: συχνότητα, έγκαιρη διάγνωση και θεραπευτική αγωγή υπερτασικών ασθενών αγροτικού πληθυσμού. Νοσηλευτική 1999
31. Srinath Reddy K, Katan MB. Diet nutrition and the prevention of hypertension and cardiovascular diseases. Public Health Nutr 2004
32. Μουντοκαλάκης Θ, Αχείμαστος Α, Βαρσάμης Ε. Συστάσεις για τη διάγνωση και τη θεραπεία της υπέρτασης από τον κλινικό γιατρό. Πρόγραμμα «Υγεία για τον πολίτη». Οδηγίες ορθής κλινικής πράξης και φαρμακοθεραπείας. Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, 2000
33. Κυρίτση Φ, Επιτροπάκης Π, Ζαχαρόπουλος Ε. Στάση υπερτασικών για ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης μέσω υιοθέτησης υγιεινού τρόπου ζωής. Πρακτικά 26ου Νοσηλευτικού Συνεδρίου, 1999
34. Zhu S, Wang Z, Shen W, Heymsfield SB, Heshka S. Percentage body fat ranges associated with metabolic syndrome risk: results based on the third National Health and Nutrition Examination Survey (1988–1994). Am J Clin Nutr 2003
35. Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της Υπέρτασης. Πρακτικές κατευθυντήριες οδηγίες για την υπέρταση. Αθήνα, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου