ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ιδιαίτερα η ισχαιμική ή στεφανιαία νόσος της καρδιάς και τα εγκεφαλικά επεισόδια είναι η σημαντικότερη αιτία πρόωρων θανάτων και νοσηρότητας του ευρωπαϊκού πληθυσμού, αυξάνοντας παράλληλα σημαντικά το κόστος της περίθαλψης.
Στην Ελλάδα, η στεφανιαία νόσος αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου μαζί με τις παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, σύμφωνα με τα επιδημιολογικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) του 1998.
Ως στεφανιαία νόσος ή ισχαιμική καρδιοπάθεια ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία οι στεφανιαίες αρτηρίες ανεπαρκούν να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες ποσότητες αίματος για τις εκάστοτε ανάγκες του μυοκαρδίου, με αποτέλεσμα την ισχαιμία του. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ίσχω (εμποδίζω να περάσει) και το αίμα. Στις 98% και πλέον των περιπτώσεων η ανεπάρκεια αυτή των στεφανιαίων αρτηριών οφείλεται σε στένωσή τους, γιατί στον αυλό τους έχουν αναπτυχθεί αθηρωματικές πλάκες όπως το πουρί στους σωλήνες ύδρευσης, δηλαδή οι αρτηρίες έχουν προσβληθεί από αθηροσκλήρωση ή αθηροσκλήρυνση.
Η αθηροσκλήρυνση είναι συνήθως μια γενικευμένη πάθηση των αρτηριών, που όταν προσβάλλει τις στεφανιαίες αρτηρίες μπορεί να προκαλέσει στηθάγχη και έμφραγμα. Αντίστοιχα, η προσβολή των αρτηριών του εγκεφάλου προκαλεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, των αρτηριών του νεφρού νεφρική ανεπάρκεια, της αορτής ανεύρυσμα κ.ο.κ. Η αθηροσκλήρυνση είναι πολυπαραγοντική και οι παράγοντες κινδύνου διακρίνονται σε τροποποιήσιμους και σε μη τροποποιήσιμους.
Οι παράγοντες που μπορούν να τροποποιηθούν με την αλλαγή του τρόπου ζωής των ατόμων είναι το κάπνισμα, η αρτηριακή υπέρταση, η υπερχοληστερολαιμία, η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, ο σακχαρώδης διαβήτης, η μειωμένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών και το άγχος. Οι μη τροποποιήσιμοι παράγοντες είναι η κληρονομικότητα, το φύλο και η ηλικία. Στην περίπτωση ύπαρξης μη τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου συστήνεται συστηματικότερος κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος και εντατικότερη προσπάθεια μείωσης των τροποποιήσιμων παραγόντων.
Η αλλαγή στον τρόπο ζωής και η τροποποίηση ή η εξάλειψη των παραγόντων κινδύνου έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη θνησιμότητα και τη νοσηρότητα των ασθενών με διαγνωσμένη ή μη καρδιαγγειακή νόσο.
Αναγνωρίζοντας ότι οι καρδιαγγειακές παθήσεις οφείλονται σε συνδυασμό πολλών παραγόντων, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αθηροσκλήρυνσης, η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία και η Ευρωπαϊκή Αντιυπερτασική Εταιρεία συνεργάζονται από το 1990 για τη σύσταση κατευθυντήριων οδηγιών, που στοχεύουν στην πρόληψη των παθήσεων αυτών. Σε πρόσφατη δημοσίευση, στο επίκεντρο των κατευθυντήριων οδηγιών βρίσκεται η αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου.
Συγκεκριμένα, συστήνεται:
1. Αλλαγή τρόπου ζωής, αποφυγή αρνητικών συναισθημάτων, συμπεριλαμβανομένων της κατάθλιψης, του θυμού και της εχθρικότητας, που μπορούν να αποτελέσουν εμπόδια στις προσπάθειες πρόληψης της νόσου. Το άγχος επηρεάζει την καρδιά άμεσα μέσω του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και έμμεσα μέσω της έκκρισης κατεχολαμινών και κορτιζόλης. Τα αρνητικά συναισθήματα, η ευερεθιστότητα και η εκρηκτική συμπεριφορά, που οφείλονται στην ύπαρξη αγχώδους κατάστασης, φαίνεται ότι έχουν συμμετοχή στη δημιουργία, την εξέλιξη και τη ρήξη της αθηρωματικής πλάκας.
2. Διακοπή καπνίσματος. Το κάπνισμα είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για τις καρδιαγγειακές παθήσεις, δεδομένου ότι υπερδιπλασιάζει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, δηλαδή στηθάγχη, έμφραγμα και αιφνίδιο θάνατο. Η σχέση αριθμού τσιγάρων και στεφανιαίας νόσου είναι γραμμική.
Οι καπνιστές άνδρες μέσης ηλικίας διατρέχουν 3–6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν θανατηφόρο καρδιακό επεισόδιο, σε σύγκριση με τους μη καπνιστές συνομηλίκους τους.
Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι και οι παθητικοί καπνιστές έχουν περίπου 30% αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου. Με τη διακοπή του καπνίσματος μειώνεται ο αυξημένος κίνδυνος κατά 30% σε 5 μήνες και κατά 60% σε 3 χρόνια.
3. Αλλαγή διατροφικών συνηθειών. Μια ισορροπημένη διατροφή μειώνει τον κίνδυνο της νόσου με διάφορους μηχανισμούς, όπως μείωση βάρους, μείωση της αρτηριακής πίεσης, ευνοϊκή δράση στα λιπίδια, έλεγχο των επιπέδων σακχάρου και μείωση της τάσης για θρομβώσεις.
Τα τρόφιμα που πρέπει να περιλαμβάνονται στο καθημερινό διαιτολόγιο είναι φρούτα και λαχανικά, δημητριακά, όσπρια, ψωμί ολικής αλέσεως, χαμηλά σε λιπαρά γαλακτοκομικά προϊόντα, ψάρι και άπαχο κρέας.
Τα λιπαρά ψάρια και τα ω-3 λιπαρά οξέα έχουν ιδιαίτερα προστατευτικές ιδιότητες και μειώνουν τον κίνδυνο θανάτου από στεφανιαία νόσο ακόμη και στους καπνιστές.
Επίσης, από άλλες μελέτες βρέθηκε ότι η ημερήσια κατανάλωση μικρής ποσότητας ξηρών καρπών από υγιή άτομα με αυξημένη χοληστερόλη ορού μειώνει την LDL-χοληστερόλη κατά 9,5% και αυξάνει τη HDL-χοληστερόλη κατά 4%.
Τέλος, συστήνεται καθημερινά κατανάλωση μικρής ποσότητας αλκοόλ, γιατί μειώνεται ο κίνδυνος στεφανιαίας νόσου.
4. Αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Η σωματική δραστηριότητα πρέπει να ενθαρρύνεται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, από τα παιδιά έως τους ηλικιωμένους. Ο στόχος είναι τουλάχιστον μισή ώρα σωματική δραστηριότητα καθημερινά. Οι υγιείς άνθρωποι θα πρέπει να ασκούνται 30–45 min 4–5 φορές την εβδομάδα, επιτυγχάνοντας το 60–70% του μέσου όρου της μέγιστης για την ηλικία τους καρδιακής συχνότητας.
Οι ασθενείς με τεκμηριωμένη καρδιαγγειακή νόσο θα πρέπει να συμβουλεύονται τον ιατρό τους, για να τους συστήσει το επίπεδο της δραστηριότητας που θα πρέπει να ακολουθήσουν, βάσει των κλινικών και εργαστηριακών κριτηρίων της νόσου. Γενικότερα, η άσκηση λειτουργεί ευεργετικά σε φυσικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Έτσι, βοηθά στην απώλεια σωματικού βάρους, στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη και διαφόρων μορφών καρκίνου, στη δημιουργία ευχάριστης ψυχολογικής κατάστασης και στην αύξηση της ΗDL-χοληστερόλης. Από σχετικές έρευνες έχει προκύψει ότι απαιτούνται περίπου 15–20 μίλια έντονου περπατήματος ή χαλαρού jogging την εβδομάδα για να αυξηθεί η HDL-χοληστερόλη κατά 2–8%. Άλλες έρευνες δείχνουν ότι για τη μείωση της ολικής χοληστερόλης και της LDL-χοληστερόλης απαιτείται εντατικότερο πρόγραμμα άσκησης. Τέλος, δεν πρέπει να αγνοηθούν τα ευεργετικά οφέλη της σωματικής άσκησης στην προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος σε έναν καπνιστή. Η έναρξη σωματικής άσκησης, παράλληλα με την προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος, βοηθά στη διατήρηση του σωματικού βάρους, ισοσταθμίζοντας τη μείωση του καταβολισμού που ευθύνεται για μικρή αύξηση του βάρους. Επιπλέον, η ενασχόληση με την άσκηση δίνει αίσθημα ευεξίας στον τέως καπνιστή, διότι νιώθει τον εαυτό του να είναι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι όταν κάπνιζε.
5. Έλεγχος του σωματικού βάρους. Για την εκτίμηση του σωματικού βάρους, ως κριτήριο δεν λαμβάνεται το απόλυτο σωματικό βάρος αλλά η συνάρτηση του βάρους διαιρούμενου διά του ύψους του σώματος στο τετράγωνο, που αποτελεί το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Ο ιδανικός ΔΜΣ κυμαίνεται μεταξύ 18,5–24,9 kg/m2. Ο ΔΜΣ είναι σήμερα η πλέον διαδεδομένη μέθοδος για την εκτίμηση της παχυσαρκίας (ΔΜΣ>30 kg/m2). Ο παχύσαρκος χαρακτηρίζεται από την υπερβολική άθροιση του λίπους στο σώμα, ενώ ο υπέρβαρος (ΔΜΣ≥25 kg/m2 και <30 kg/m2) έχει μεγαλύτερο βάρος από το φυσιολογικό. Ο υψηλότερος ΔΜΣ σχετίζεται άμεσα με υψηλότερο ποσοστό νοσηρότητας. Η παχυσαρκία θεωρείται νόσος πολυπαραγοντική και αποτελεί παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου και διαβήτη τύπου 2, ενώ αυξάνει την αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα και προάγει την εμφάνιση προβλημάτων στα οστά, όπως η οστεοαρθρίτιδα. Η παχυσαρκία κατατάσσεται ως νόσος η οποία κλιμακώνεται σε επίπεδο επιδημίας. Ο ΠΟΥ αναφέρει ότι, από το 1980, τα ποσοστά παχυσαρκίας τριπλασιάστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Μέση Ανατολή και στην Κίνα. Αυτή η αυξητική τάση των υπέρβαρων και των παχύσαρκων παιδιών εκδηλώνεται και στη χώρα μας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα αντίστοιχων ελληνικών μελετών. Είναι επομένως πολύ σημαντικό να μη φθάσει κάποιος στο σημείο να είναι παχύσαρκος, γι’ αυτό και οι στόχοι της πρόληψης πρέπει να προσεγγίσουν την ενημέρωση των γονέων για υγιεινή διατροφή και αύξηση της σωματικής άσκησης των παιδιών από πολύ μικρή ηλικία. Σε άτομα υψηλού κινδύνου, που είναι παχύσαρκα ή υπέρβαρα, είναι επιτακτική η απώλεια βάρους η οποία θα επιτευχθεί με την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και τη σταδιακή μείωση της πρόσληψης ενέργειας από την τροφή, χωρίς να επηρεάζεται η πρόσληψη θρεπτικών συστατικών που δεν συνεισφέρουν στην ενέργεια.
6. Έλεγχος αρτηριακής πίεσης. Η υπέρταση αποτελεί σοβαρό παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ένας στους τέσσερις ενήλικες είναι υπερτασικός. Η υπέρταση είναι μια ύπουλη νόσος. Επειδή δεν εμφανίζει συμπτώματα ή προοδευτικά σημεία, το 30–40% των υπερτασικών αγνοούν την πάθησή τους. Σε όλες τις χώρες του κόσμου, καθώς και στη δική μας, το 20–30% των υπερτασικών έχουν αρρύθμιστη την πίεσή τους. Αν και η υπέρταση αποτελεί σήμερα την πρώτη αιτία ιατρικών επισκέψεων και τα αντιυπερτασικά φάρμακα την πρώτη αιτία συνταγογράφησης, εντούτοις μόνο 1 στους 3 υπερτασικούς σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν σωστά ρυθμισμένη την πίεσή τους. Είναι πολύ οι λόγοι που δεν ρυθμίζεται σωστά η πίεση.
Ο σπουδαιότερος είναι η αδυναμία του ατόμου να συμμορφωθεί σε μια αλλαγή του τρόπου ζωής με την υιοθέτηση της υγιεινής διατροφής, της φυσικής άσκησης, της μείωσης του αλατιού και του αλκοόλ, της ελάττωσης του σωματικού βάρους και της επακριβούς λήψης των αντιυπερτασικών φαρμάκων σύμφωνα με την ιατρική οδηγία. Πολλοί επαναπαύονται μόνο στην αντιυπερτασική αγωγή και αμελούν την υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής, που περιορίζει και τους παράγοντες κινδύνου στεφανιαίας νόσου. Οι υπέρβαροι και οι παχύσαρκοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν, εκτός από την υπέρταση, και υπερχοληστερολαιμία και σακχαρώδη διαβήτη. Άρα, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιοπάθεια. Ο στόχος του ελέγχου της αρτηριακής πίεσης είναι συστολική αρτηριακή πίεση <140 mmHg και διαστολική <90 mmHg. Για τους διαβητικούς ασθενείς, ο στόχος είναι <130 mmHg και <80 mmHg, αντίστοιχα.
7. Έλεγχος λιπιδίων πλάσματος. Η δυσλιπιδαιμία και ειδικότερα η υπερχοληστερολαιμία θεωρείται ένας από τους βασικότερους παράγοντες κινδύνου για αθηρωμάτωση και νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος. Η χοληστερόλη, αλλά και τα λιπίδια του αίματος, είναι ενώσεις που χρησιμεύουν στην παραγωγή ενέργειας, στο συντονισμό κυτταρικών δραστηριοτήτων, στην παραγωγή στεροειδών ορμονών και στην κατασκευή κυτταρικών μεμβρανών. Η χοληστερόλη του αίματος προέρχεται από δύο πηγές: την παραγόμενη στο ήπαρ και την απορροφούμενη από τη χολή και τις διάφορες διαιτητικές πηγές στο έντερο, με τη δημιουργία μιας σταθερής εντεροηπατικής κυκλοφορίας. Τα λιπίδια κυκλοφορούν στο αίμα ενωμένα με πρωτεΐνες και σχηματίζουν μεγάλα μόρια, που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες. Τέτοια μόρια είναι η χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL), που συμμετέχει στη μεταφορά της χοληστερόλης στους περιφερικούς ιστούς και τη δημιουργία της αθηρωμάτωσης, η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL), που προσλαμβάνει τη χοληστερόλη από τους περιφερικούς ιστούς και συμμετέχει στην αποβολή της, και, τέλος, η πολύ χαμηλής περιεκτικότητας λιποπρωτεΐνη (VLDL) και τα χυλομικρά, που συμμετέχουν στη μεταφορά και στο μεταβολισμό των τριγλυκεριδίων. Δυσλιπιδαιμία καλείται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία τα λιπίδια του πλάσματος (χοληστερόλη και τριγλυκερίδια) είναι παθολογικά. Η αύξηση των τιμών της χοληστερόλης και της LDL με φυσιολογικές τιμές των τριγλυκεριδίων ονομάζεται υπερχοληστερολαιμία. Η αύξηση των τιμών των τριγλυκεριδίων καλείται υπερτριγλυκεριδαιμία. Η συνύπαρξη υπερχοληστερολαιμίας και υπερτριγλυκεριδαιμίας ονομάζεται συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία. Η μείωση της HDL, είτε
ως μεμονωμένη διαταραχή είτε σε συνδυασμό με αυξημένα τριγλυκερίδια, αποτελεί επίσης εκδήλωση υπερλιπιδαιμίας.
Η συχνότητα της υπερχοληστερολαιμίας είναι υψηλή στις δυτικές και σύγχρονες κοινωνίες, αφού στο γενικό πληθυσμό της Ευρώπης 1 στους 5 έχει παθολογικές τιμές χοληστερόλης, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 50% στους ασθενείς που επιζούν από έμφραγμα μυοκαρδίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σχέση μεταξύ χοληστερόλης και στεφανιαίας νόσου είναι συνεχής, χωρίς διαχωριστικό σημείο ανάμεσα στα ασφαλή και τα υψηλού κινδύνου επίπεδα: όσο αυξάνεται η χοληστερόλη τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα εμφράγματος ή άλλου τύπου επεισοδίου από το καρδιαγγειακό σύστημα. Ακόμα, άτομα με χοληστερόλη ορού 250 mg/dL εμφανίζουν διπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με άτομα με τιμές 200 mg/dL, ενώ επίπεδα 300 mg/dL τετραπλασιάζουν τον κίνδυνο. Σύμφωνα με το Αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς και Πνευμόνων (National Heart, Lung and Blood Institute), ιδανικές θεωρούνται οι τιμές χοληστερόλης <200 mg/dL (με υψηλές, χρήζουσες θεραπείες, τις >240 mg/dL) και για την LDL οι <100 mg/dL. Τιμές LDL<130 mg/dL θεωρούνται φυσιολογικές, ενώ οι >160 mg/dL είναι παθολογικές και απαιτούν αγωγή. Ιδιαίτερα σε στεφανιαίους ασθενείς και διαβητικούς, η LDL πρέπει να κυμαίνεται σε επίπεδα <100 mg/dL. Υψηλά επίπεδα HDL συνοδεύονται από μικρή πιθανότητα στεφανιαίων συμβαμάτων. Τιμές HDL<40 mg/dL στους άνδρες και <46 mg/dL στις γυναίκες, σε συνδυασμό με τριγλυκερίδια >150 mg/dL, απαιτούν τη λήψη υγιεινοδιαιτητικών μέτρων. Η κατανάλωση μη επαρκών ποσοτήτων φρούτων και λαχανικών ευθύνεται τις περισσότερες φορές για την εμφάνιση υπερτριγλυκεριδαιμίας.
Διεθνείς και ελληνικές έρευνες έδειξαν ότι τα επίπεδα των λιπιδίων αίματος επηρεάζονται όχι μόνο από διατροφικές συνήθειες, κάπνισμα, σωματική άσκηση, παχυσαρκία, κληρονομικότητα,4 αλλά και από το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και τη γεωγραφική περιοχή ενός πληθυσμού.
Έτσι, έρευνα που έγινε στη χώρα μας έδειξε ότι οι έφηβοι των αστικών περιοχών παρουσίαζαν υψηλότερες τιμές λιπιδίων σε σχέση με τους αντίστοιχους αγροτικών περιοχών και αυτοί που ανήκαν σε υψηλότερη κοινωνικο-οικονομική τάξη εμφάνιζαν χαμηλότερα επίπεδα.
8. Έλεγχος στενών συγγενών με πρώιμη στεφανιαία νόσο (άνδρες <55 ετών, γυναίκες <65 ετών) και με οικογενή υπερχοληστερολαιμία ή άλλη κληρονομική δυσλιπιδαιμία, επειδή τα άτομα αυτά, με βεβαρημένο κληρονομικό ιστορικό, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακού νοσήματος. Βέβαια, η κληρονομικότητα είναι μη τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου και δεν επιδέχεται προληπτικές παρεμβάσεις. Εκείνο όμως που μπορεί να επιτευχθεί είναι η μείωση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου, με αποτέλεσμα τον υποπολλαπλασιασμό του σχετικού κινδύνου.
Γενικά, η προληπτική προσέγγιση των καρδιαγγειακών παθήσεων είναι σφαιρική και στοχεύει στην κατάλληλη αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου και στην ενίσχυση των γραμμών άμυνας του ατόμου, έχοντας υπόψη ότι ενώ η καρδιά κτυπά αδιάκοπα για να ζει το σώμα, το σώμα πρέπει να ξεκουράζεται και να χαλαρώνει, για να δίνει ρυθμό στην καρδιά. Έτσι, σε σχετική μελέτη φάνηκε η ευεργετική επίδραση της απογευματινής ανάπαυσης (ύπνος) στη μείωση των καρδιακών συμβαμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου