Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Εμπειρία υπογόνιμων Ελληνίδων που υποβάλλονται σε εξωσωματικη γονιμοποίηση (part 2)


Το στίγμα της υπογονιμότητας

Οι γυναίκες βιώνουν ότι απέτυχαν στην εκπλήρωση των επιθυμιών τους και των προσδοκιών τους για το πώς πρέπει να είναι η ζωή τους. Νιώθουν επίσης ότι απέτυχαν στην εκπλήρωση της κοινωνικής τους αποστολής, με αποτέλεσμα το στιγματισμό. Δύο απ’ αυτές περιγράφουν τα συναισθήματά τους ως εξής:

«Δεν χωράει αμφιβολία πως υπάρχει κοινωνική πίεση. Είναι αποδεκτό και επιθυμητό για τα ζευγάρια να κάνουν παιδιά. Μέσα στο μυαλό μου υπάρχει η πεποίθηση πως θα ολοκληρωθώ ως άνθρωπος εάν μπορέσω να κάνω ένα παιδί. Όταν αποτελείς μέλος μιας κοινωνίας, αναρωτιέσαι γιατί είσαι διαφορετική. Κι αυτό σε πονάει...».

«Εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου άρρωστο, οι άλλοι με βλέπουν έτσι. Όταν μια παντρεμένη γυναίκα δεν αποκτήσει παιδιά, τη θεωρούν στείρα και τη λυπούνται γι’ αυτό. Η κοινωνία αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με προβλήματα γονιμότητας ως ανάπηρους και αξιολύπητους».

Παρατηρήθηκε ότι η κοινωνική προοπτική των γυναικών να κυοφορήσουν καθορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες οι γυναίκες βιώνουν την υπογονιμότητα. Κοινωνικές και πολιτιστικές επιταγές ωθούν τις γυναίκες στη μητρότητα. Αυτή η κατάσταση περιγράφεται γλαφυρά από τις συμμετέχουσες:

«Ο πατέρας μου, μου υπενθυμίζει κάθε μέρα ότι προσεύχεται στο Θεό να δει το παιδί μου προτού πεθάνει. Η μητέρα μου, από την άλλη, δεν πιστεύει ότι θα κάνω ποτέ παιδί, αφού δέκα χρόνια τώρα προσπαθώ χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμα και οι κοντινοί μου φίλοι μου λένε: “Μην κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια! Κάνε κάτι να μείνεις έγκυος!”. Λες και δεν έχω δοκιμάσει τα πάντα γι’ αυτό... Θέλω να ουρλιάξω και να τους πω, μακάρι να ήταν τόσο εύκολο!!!».

«Σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση τα πεθερικά μου μας εύχονται να κάνουμε ένα παιδί σύντομα. Αυτό το πράγμα μας στρεσάρει τρομερά!! Καταλαβαίνω ότι θέλουν να δουν εγγονάκια, ειδικά από το γιο τους, αλλά δεν καταλαβαίνουν πως το παιδί τους παντρεύτηκε πια και δεν μπορούν να επεμβαίνουν στη ζωή του σε κάθε ευκαιρία!».

Σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, όπου η μητρότητα θεωρείται κάτι ιερό, οι κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται στα άτεκνα ζευγάρια αποτελούν συχνό φαινόμενο. Αυτά τα ζευγάρια συχνά νιώθουν πως δεν μπορούν να διατηρήσουν επαφή με την οικογένεια ή τους φίλους που δεν μπορούν να καταλάβουν την κατάστασή τους. Πολλές φορές κρατούν μυστική από συγγενείς και φίλους την ένταξή τους σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης. Μια από τις συμμετέχουσες ανέφερε ότι δίσταζε να αποκαλύψει τη συμμετοχή της σε πρόγραμμα IVF λέγοντας:

«Αυτή τη στιγμή δεν θα πω σε κανέναν τίποτα σχετικά με την εξωσωματική. Μόνο ο αδερφός μου το ξέρει, επειδή είμαστε πολύ δεμένοι. Η πεθερά μου είναι πολύ μεγάλη και δεν καταλαβαίνει τι είναι η εξωσωματική. Οι γονείς μου επίσης δεν μπορούν να καταλάβουν πώς νιώθω. Έχω μια φίλη, αρκετά μεγαλύτερή μου, που έχει περάσει την ίδια δοκιμασία. Είναι σαν μητέρα για μένα. Είναι η μόνη που καταλαβαίνει τι περνάω. Όλοι οι άλλοι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να με πληγώνουν. Γι’ αυτό κρατάω τις αποστάσεις μου».
Η τάση να αποφεύγεται η συνεύρεση με έγκυες ή με μητέρες φαίνεται να ενισχύει το αίσθημα της απομόνωσης και μοναχικότητας μεταξύ των υπογόνιμων γυναικών. Αυτό φαίνεται από τις δηλώσεις μιας από τις γυναίκες του δείγματος:

«Πέρασα μια φάση όπου μετρούσα τις έγκυες στο δρόμο. Έκανα ένα είδος στατιστικής, πόσες συναντούσα κάθε μέρα. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να πω ότι νιώθω άνετα να κάτσω δίπλα σε μια γυναίκα προχωρημένης εγκυμοσύνης. Όχι ότι δεν νιώθω φυσιολογική, αλλά είμαι έξω από αυτόν τον κανόνα. Όταν έμεινε η κουνιάδα μου έγκυος δεν μπορούσα να πάω να την επισκεφθώ, γιατί δεν μπορούσα να αντικρύσω τη φουσκωμένη κοιλιά της. Όταν γέννησε, δεν μπορούσα να σταματήσω τα κλάματα. Ένιωθα τόσο άσχημα για την κατάστασή μου. Για έξι μήνες απέφευγα τις οικογενειακές συγκεντρώσεις όπου θα υπήρχαν έγκυες ή παιδιά. Ήμουν η μόνη από την οικογένεια χωρίς παιδιά και ένιωθα πάρα πολύ άβολα...».

Η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης

Οι συμμετέχουσες αναζήτησαν ιατρική βοήθεια βασιζόμενες στις υποψίες τους και έλαβαν την επιβεβαίωση πως η αδυναμία τους να τεκνοποιήσουν διορθώνεται μόνο με ιατρική παρέμβαση. Οι περισσότερες από τις γυναίκες του δείγματος αντιμετώπιζαν την εξωσωματική γονιμοποίηση ως μέσο επίτευξης της πολυπόθητης εγκυμοσύνης και αποφάσισαν να συμμετέχουν σε πρόγραμμα IVF, παρόλο που θεωρούσαν τη διαδικασία «δύσκολη» και «εξωπραγματική» γι’ αυτές. Μια από τις γυναίκες δήλωσε στη συνέντευξή της:

«Είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία. Σχεδόν εξωπραγματική. Νομίζω και λίγο τρομακτική... όχι ότι τη φοβάμαι, αλλά όταν συλλαμβάνεις φυσιολογικά με το σύντροφό σου το παιδί είναι προϊόν αγάπης. Αν και αυτό το “μωρό του σωλήνα” είναι προϊόν αγάπης. Ίσως ακόμα περισσότερης αγάπης, γιατί έρχεσαι στο νοσοκομείο, κάνεις εξετάσεις αίματος, υπομένεις τις ενέσεις. Για ποιο λόγο; Από αγάπη. Προσπαθώ να σκεφτώ ότι η εξωσωματική δεν είναι ενάντια στη φύση ή το Θεό, επειδή πιστεύω στο Θεό. Και ενώ στην αρχή τη θεωρούσα μια ψυχρή και απρόσωπη διαδικασία, τώρα τη συνήθισα...».

Παρά το stress που τους προκαλούσε η όλη διαδικασία του προγράμματος της εξωσωματικής, πολλές από τις συμμετέχουσες θεωρούσαν δύσκολη την απόφαση να σταματήσουν. Όλες οι γυναίκες του δείγματος ήθελαν να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο για την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης, αγνοώντας τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες των ωορρηκτικών φαρμάκων, έτσι ώστε στο μέλλον να μην έχουν μετανιώσει για το ότι δεν προσπάθησαν αρκετά. Τα λόγια τους περιγράφουν ακριβώς αυτή την επιμονή για τη συνέχιση των προσπαθειών:

«Όταν αποφάσισα να ενταχθώ σε πρόγραμμα εξωσωματικής, είχα στο μυαλό μου να προσπαθήσω μία φορά να δω τι θα γίνει και μετά να σταματήσω. Τώρα όμως βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Ανταποκρίνομαι καλά στα φάρμακα της θεραπείας και θα ξαναπροσπαθήσω, εάν χρειαστεί. Θα κάνω μέχρι τέσσερις προσπάθειες. Ξέρω όμως πως όταν φθάσω τις τέσσερις, θα ανεβάσω το όριο στις έξι. Δεν νομίζω ότι θα χρειαστεί να προσπαθήσω παραπάνω... φοβάμαι την επίδραση των φαρμάκων στον οργανισμό μου... Όχι, δεν θα κάνω πάνω από έξι προσπάθειες. Αυτή είναι η δεύτερη και έχω ένα προαίσθημα πως θα είναι η τυχερή μου. Ποιος ξέρει;».

«Θα συνεχίσω να προσπαθώ όσο χρειαστεί. Εάν έχω τη δύναμη και το κουράγιο να υποβάλλομαι στην ίδια διαδικασία, θα προσπαθήσω 10–12 φορές. Ξέρω γυναίκες που πέτυχαν να μείνουν έγκυες μετά από 20 προσπάθειες! Σκοπεύω να κάνω το ίδιο, γνωρίζοντας πως κάποια μέρα το όνειρό μου θα γίνει πραγματικότητα».

Όλες οι συμμετέχουσες στη μελέτη δήλωσαν πως οι δύο εβδομάδες (14 ημέρες) μετά την εμβρυομεταφορά ήταν η πιο δύσκολη φάση της όλης διαδικασίας. Το χρονικό αυτό διάστημα μεσολαβεί μέχρι να υποβληθεί η γυναίκα σε εξέταση αίματος για να πιστοποιηθεί ή όχι η επίτευξη εγκυμοσύνης. Χαρακτηριστικά είπε κάποια:

«Στην αρχή ήμουν πολύ αισιόδοξη. Αλλά μετά επηρεάστηκα πολύ αρνητικά, από αυτές τις 15 ημέρες που ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι περιμένοντας να μην μου έρθει η περίοδος. Όταν πήρα το αρνητικό αποτέλεσμα ήμουν τόσο στενοχωρημένη που δεν μου άρεσε τίποτε. Ούτε η δουλειά μου ούτε ο άνδρας μου ούτε το σώμα μου ούτε η ζωή μου γενικότερα. Αλλά μετά από κάποιες εβδομάδες συνήλθα και να με πάλι εδώ.... (γέλια)».

Η πλειοψηφία των συμμετεχουσών περιέγραψε την εξωσωματική ως μια προσπάθεια πραγματοποίησης ενός ονείρου, που στη συνέχεια καταρρέει με τον ερχομό της έμμηνης ρύσης. Ένας κύκλος ελπίδας και απογοήτευσης, βασισμένος πολλές φορές σε μη ρεαλιστικές, υψηλές προσδοκίες των γυναικών για τα ποσοστά επιτυχίας της μεθόδου.

Οι γυναίκες που έχουν πρόβλημα υπογονιμότητας οι ίδιες, είναι πρόθυμες να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα που τους προσφέρεται προκειμένου να αποκτήσουν ένα παιδί, είτε βιολογικό είτε υιοθετημένο. Οι σύζυγοί τους, από την άλλη, προτιμούν να μείνουν χωρίς παιδιά παρά να υιοθετήσουν. Ενδεικτική είναι μια δήλωση:

«Ο άνδρας μου αγαπάει πολύ τα παιδιά και ξέρω πως θα ήθελε ένα παιδί περισσότερο από οτιδήποτε. Αλλά όταν με βλέπει να υποφέρω με τις ενέσεις και το όλο άγχος, μου λέει μήπως θα ήταν καλύτερα να ζήσουμε ελεύθεροι, χωρίς παιδιά. Θα έχουμε ο ένας τον άλλο. Σκεφτόμουν να υιοθετήσουμε ένα παιδάκι, αλλά εκείνος δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Προσπαθώ να τον κάνω να καταλάβει ότι μητέρα δεν είναι μόνο εκείνη που γεννάει, αλλά πολύ περισσότερο εκείνη που μεγαλώνει ένα παιδί με στοργή και αγάπη, ακόμα κι αν αυτό το παιδί δεν είναι σάρκα και αίμα της. Αλλά δυστυχώς δεν με ακούει και φοβάμαι πως δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει να υιοθετήσουμε ένα παιδί που θέλω τόσο απελπισμένα...».

Οι γυναίκες ερμηνεύουν τη λέξη «μητέρα» όχι μόνο από βιολογικής πλευράς αλλά και από την πλευρά της σχέσης που μπορεί να αναπτύξει μια γυναίκα με ένα παιδί. Οι άνδρες φαίνεται πως ορίζουν τη σχέση τους με ένα παιδί βάσει του ρόλου που έχουν παίξει στη σύλληψή του. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός πως κάποιες από τις συμμετέχουσες στη μελέτη, που δεν είχαν πρόβλημα οι ίδιες, εντάσσονταν σε πρόγραμμα IVF προκειμένου να δώσουν στον υπογόνιμο σύντροφό τους την ευκαιρία να αποκτήσει ένα γενετικά δικό του παιδί. Μια από τις γόνιμες γυναίκες του δείγματος ανέφερε:

«Η στάση του άνδρα μου άλλαξε δραματικά όταν πήραμε τα αποτελέσματα της εξέτασης σπέρματος. Όταν κατάλαβε πως το πρόβλημα ήταν δικό του, ήταν υπέρ της εξωσωματικής και προσπαθούσε να με εμψυχώσει να προσπαθήσουμε ξανά, εάν δεν είχε επιτυχία αυτή μας η προσπάθεια. Αλλά εγώ είμαι αυτή που κάνω ενέσεις, δίνω αίμα για εξέταση, μου κάνουν υπερηχογράφημα κ.λπ., όχι αυτός. Προσπαθεί να μου συμπαραστέκεται για να φθάσω στο τέλος αυτής της δοκιμασίας, αλλά ξέρω πως η στάση του δεν θα ήταν η ίδια αν το πρόβλημα το είχα εγώ... κι ευχαριστώ το Θεό γι’ αυτό...».

Aρκετά παράπονα εκφράστηκαν από έναν αριθμό γυναικών του δείγματος για τη συμπεριφορά των συζύγων τους, η οποία δεν ήταν καθόλου υποστηρικτική: «Ποτέ δεν μου έδωσε την εντύπωση πως θα μπορούσα να στηριχθώ πάνω του για συμπαράσταση. Ποτέ δεν με ρώτησε πώς τα πάω με το πρόγραμμα. Εγώ ήμουν πάντα αυτή που τον ενημέρωνα. Ουσιαστικά, έκανα την προσπάθεια μόνη μου. Η μόνη φορά που έδειξε ενδιαφέρον για τη διαδικασία ήταν όταν βρέθηκε πως το σπέρμα του δεν ήταν καλό. Ήταν το μόνο πράγμα που τον έκανε να συμμετάσχει στη διαδικασία, γιατί θίχτηκε ο ανδρισμός του».

Η συμπεριφορά του προσωπικού

Οι επαγγελματίες που στελεχώνουν τις κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις ζωές των ανθρώπων που απευθύνονται σ’ αυτούς για βοήθεια. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που προκαλούν ισχυρά συναισθήματα, τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Δύο συγκρουόμενες απόψεις για τη συμπεριφορά του προσωπικού της ίδιας κλινικής εκφράστηκαν από τις συμμετέχουσες:

«Νιώθω πολύ καλά με το προσωπικό. Δεν έχω κανένα πρόβλημα, παρόλο που το νοσοκομείο είναι δημόσιο. Στον ιδιωτικό τομέα σου φέρονται διαφορετικά γιατί τους πληρώνεις. Αλλά κι εδώ νιώθω ελεύθερη να ρωτήσω τα πάντα, ακόμα και κάτι χαζό. Πάντα έχουν μια απάντηση για μένα, όποτε κι αν τους τη ζητήσω. Θυμάμαι έντονα  όταν μου έκαναν τη λήψη των ωαρίων, μια νοσοκόμα μου κρατούσε το χέρι σ’ όλη τη διάρκεια της λήψης. Μου έρχεται να κλαίω όταν σκέφτομαι την καλοσύνη που μου έδειξε». Αντίθετα συναισθήματα εκφράστηκαν από μιαν άλλη: «Κατά τη διάρκεια της πρώτης μου προσπάθειας ανταποκρινόμουν πολύ καλά στη θεραπεία. Μετά τη λήψη των ωαρίων έλαβα ένα τηλεφώνημα από το γιατρό, που μου είπε πως το σπέρμα του άνδρα μου δεν γονιμοποίησε τα ωάριά μου. Ένιωσα πως έπεφτα από τον 5ο όροφο! Δεν με είχαν προετοιμάσει γι’ αυτή την πιθανότητα. Εάν μου είχαν πει ότι υπάρχει πιθανότητα μη γονιμοποίησης, θα είχα προετοιμαστεί για την αποτυχία. Όταν έχεις ενημέρωση μπορείς να αντιμετωπίσεις τα πάντα. Κι εγώ δεν είχα καμία, οπότε τα πιο απίθανα πράγματα περνούσαν από το μυαλό μου. Θα ήθελα να με ενημέρωναν για ό,τι αφορούσε στο σώμα μου, είτε καλό είτε κακό».

Το ένα τρίτο των συμμετεχουσών στην παρούσα μελέτη εξέφρασε την επιθυμία για περισσότερη ψυχολογική υποστήριξη και καθοδήγηση, που δεν τους είχε δοθεί. Αντιπροσωπευτικά είναι τα λόγια μιας από τις γυναίκες της μελέτης:

«Πιστεύω πως θα έπρεπε να υπήρχε τμήμα συμβουλευτικής μέσα στο νοσοκομείο. Πέρα από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Θα θέλαμε κάποιον ειδικό να ακούει τα προβλήματά μας. Δεν νιώθω καθόλου ήρεμη κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Όταν ζήτησα συναισθηματική υποστήριξη από τον άνδρα μου, νόμισε πως κάτι δεν πάει καλά με μένα. Όταν έχω κάνει 6 σπερματεγχύσεις με 100% αποτυχία, καταλαβαίνετε πόσο ανάγκη στήριξης έχω. Έκλαιγα μόνη μου, χωρίς να έχω κάποιον να μιλήσω, γιατί φοβόμουν μη με περάσουν για τρελή».

Πολλές από τις συμμετέχουσες ζητούσαν συνεδρίες συμβουλευτικής καθόλη τη διάρκεια της θεραπείας, καθώς και την παροχή μεγαλύτερης ενημέρωσης και συζήτησης με το ιατρικό προσωπικό της κλινικής. Εκφράστηκαν παράπονα όπως τα παρακάτω:

«Κατά τη διάρκεια της πρώτης μου προσπάθειας ένιωθα απαίσια. Είμαι λίγο περίεργη ως ασθενής, με την έννοια πως θέλω να ξέρω τα πάντα. Δεν αντέχω να με έχουν στο σκοτάδι, με ενοχλεί τρομερά. Χρειάζεσαι μια ιδιαίτερη συμπεριφορά όταν κάνεις εξωσωματική. Όχι να σου φέρονται σαν μωρό, αλλά να καλύπτουν κάπως τις συναισθηματικές σου ανάγκες. Θέλω να μου φέρονται σαν ανθρώπινο ον, το απαιτώ!».

«Όταν κάνεις εξωσωματική για πρώτη φορά, υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν στο σώμα σου που δεν μπορείς να τα εξηγήσεις. Χρειάζεσαι βοήθεια. Κάποιον να εμπιστευτείς, που να απαντάει στις ερωτήσεις σου. Το νοσηλευτικό προσωπικό της μονάδας κρατούσε μια ισορροπία. Ήταν κοντά μας. Δεν μπορώ να πω το ίδιο όμως και για τους γιατρούς. Ήμασταν πολλές και δεν μπορούσαν να θυμηθούν τα ονόματά μας, πόσο μάλλον τα πρόσωπά μας».

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η υπογονιμότητα είναι μια μη αναμενόμενη κατάσταση. Τα περισσότερα ζευγάρια δεν έχουν αναπτύξει αμυντικούς μηχανισμούς για να αντεπεξέλθουν στο ναρκισσιστικό τραύμα που συνοδεύει την άκαρπη προσπάθεια να συλλάβουν και να αποκτήσουν ένα παιδί. Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε με σκοπό να διερευνήσει τις εμπειρίες και τις προσδοκίες των Ελληνίδων υπογόνιμων γυναικών που συμμετείχαν σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Ένα από τα ευρήματα της μελέτης ήταν ότι οι γυναίκες αρνούνταν να πιστέψουν την πιθανότητα να παρουσιάζουν κάποιο ιατρικό πρόβλημα που θα εμπόδιζε τη φυσιολογική απόκτηση ενός παιδιού. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους εν δυνάμει γονείς, ως κάτι απόλυτα αναμενόμενο. Σύμφωνα με τον Menning, η άρνηση βιώνεται από κάποιες γυναίκες όταν ανακαλύπτουν την υπογονιμότητά τους και εκπλήσσονται. Συνήθως η άρνηση αυτή βοηθά το άτομο να προσαρμοστεί σε μια κατάσταση που μπορεί να το καταβάλλει. Ο Duvall, το 1977, υποστήριξε ότι πολλά ζευγάρια θεωρούν τους εαυτούς τους εν δυνάμει γονείς πολύ πριν αποκτήσουν παιδιά. Από κοινωνικής πλευράς, τα ζευγάρια γίνονται υπογόνιμα όταν αρχίσουν να υποπτεύονται ότι υπάρχει η πιθανότητα να μην μπορούν να αποκτήσουν παιδιά. Αυτή η υποψία του αναπαραγωγικού προβλήματος συνήθως εμφανίζεται προτού κάποιος από τους δύο συντρόφους συμβουλευτεί ειδικό.

Εκφράστηκαν από τις γυναίκες του δείγματος προσωπικές ανησυχίες, που αφορούσαν σε αισθήματα ανεπάρκειας και ατελούς ολοκλήρωσης αναφορικά με το ρόλο του φύλου τους. Η γονεϊκότητα θεωρήθηκε από πολλές από τις συμμετέχουσες ως η σπουδαιότερη πλευρά του γάμου τους. Αυτή η άποψη συνέβαλλε στην αίσθηση στιγματισμού και απομόνωσης από το κοινωνικό τους περιβάλλον εξαιτίας της ατεκνίας τους. Το πρόβλημα της υπογονιμότητάς τους συχνά τις ανάγκαζε να απομακρύνονται από την οικογένεια και τους φίλους τους, λόγω της ύπαρξης ισχυρών κοινωνικών και πολιτιστικών προσδοκιών για την απόκτηση ενός παιδιού.

Η αναπαραγωγή συχνά θεωρείται ως αποδοχή του ρόλου του φύλου και η μητρότητα ως η ανάπτυξη και έκφραση της ενήλικης θηλυκότητας. Όταν η εγκυμοσύνη και η γονεϊκότητα αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας σε πολλές κοινωνίες, όπως και στην ελληνική, η ατεκνία αποκλίνει από τις κοινωνικές προσδοκίες. Η μεγάλη επίδραση της υπογονιμότητας στην αυτοεκτίμηση των γυναικών μπορεί να αντανακλά τη σχετικά μεγαλύτερη σημασία που δίνουν οι γυναίκες στη γονεϊκότητα, σε σχέση με τους άνδρες. Η γονιμότητα ορίζει τη θηλυκότητα και τη μητρότητα. Αυτή η άποψη αντανακλά τις αξίες της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο.

Κάποιες από τις γυναίκες του δείγματος τόνισαν την έλλειψη συμπαράστασης από τους συζύγους τους κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα «ψυχοφθόρας διαδικασίας», όπως είναι αυτή της IVF, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν ψυχολογικές μεταπτώσεις και προβλήματα στη συζυγική τους σχέση. Η διάσπαση της σεξουαλικής ζωής του ζευγαριού, με συνέπεια την απώλεια ερωτικής απόλαυσης κατά τη διάρκεια της θεραπείας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, έχουν αναφερθεί συχνά στη βιβλιογραφία. Η libido μπορεί να μειωθεί όταν η σεξουαλική λειτουργία παραπέμπεται πρωταρχικά σε αναπαραγωγική διαδικασία. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν πως οι σχέσεις μεταξύ των υπογόνιμων ζευγαριών συχνά χαρακτηρίζονται από έλλειψη επικοινωνίας εξαιτίας της δυσκολίας του ενός να στηρίξει τον άλλο.

Η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχουσών θεωρούσε πως η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης ήταν το μέσο επίτευξης της πολυπόθητης εγκυμοσύνης και  ως εκ τούτου συμμετείχαν σ’ αυτήν παρά τη σωματική καταπόνηση και το stress που τους προκαλούσε. Θεωρούσαν επίσης την πιθανότητα επιτυχίας απόκτησης ενός παιδιού πολύ μεγαλύτερη από αυτή που θα μπορούσε πραγματικά να είναι. Αυτή η υπεραισιόδοξη στάση πιθανώς βοηθούσε τις συμμετέχουσες να αντιμετωπίσουν την ιδιαίτερα στρεσογόνο διαδικασία, αλλά την ίδια στιγμή η υπερεκτίμηση μπορεί να αντανακλούσε τα πιστεύω που είχε η κάθε μια από αυτές σχετικά με την εξωσωματική, ως συγκεκριμένης μεθόδου θεραπείας της υπογονιμότητάς τους. Ενθαρρύνονταν από την ίδια τη φύση της διαδικασίας να προσπαθήσουν ξανά και ξανά, βιώνοντας έναν κύκλο ελπίδας-απογοήτευσης με τον ερχομό της έμμηνης ρύσης, με την ελπίδα ότι στο τέλος θα τα καταφέρουν. Σε παρόμοια συμπεράσματα έχουν καταλήξει και άλλοι ερευνητές που μελέτησαν το ίδιο θέμα. Η επιθυμία των συμμετεχουσών να συνεχίσουν τις προσπάθειες δεν έδειξε να επηρεάζεται, παρότι είχαν πληροφόρηση από τους ιατρούς της μονάδας για τον αυξανόμενο προβληματισμό ερευνητών σχετικά με την πιθανή σχέση των χρησιμοποιούμενων φαρμάκων με τον καρκίνο των ωοθηκών.

Οι Ελληνίδες, σύμφωνα με τη μελέτη της ανθρωπολόγου Heather Paxon το 2004, βρέθηκε να πιστεύουν ότι η μητρότητα ολοκληρώνει τη γυναικεία τους φύση και η γονιμότητά τους αποδεικνύει και τη γονιμότητα του συζύγου τους. Κάποιες από τις γυναίκες της μελέτης, χωρίς να έχουν οι ίδιες πρόβλημα, εντάχθηκαν σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης προκειμένου να δώσουν την ευκαιρία στον υπογόνιμο σύντροφό τους  να αποκτήσει ένα δικό του βιολογικά παιδί. Διάφορες έρευνες επιβεβαιώνουν πως οι άνδρες είναι η κινητήρια δύναμη για την προτίμηση ενός βιολογικού παιδιού, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εκείνοι που αρνούνται την υιοθεσία.

Οι περισσότερες από τις συμμετέχουσες βίωναν την εξωσωματική ως μια ιδιαίτερα δύσκολη σωματικά και συναισθηματικά διαδικασία και δήλωσαν πως επιθυμούσαν περισσότερη πληροφόρηση σχετικά με την αιτιολογία της υπογονιμότητάς τους, τις πιθανές θεραπείες και τις πιθανότητες της επιθυμητής έκβασης, ως εκ τούτου παρουσίασαν χαμηλά ποσοστά ικανοποίησης όσον αφορά στην πληροφόρησή τους. Πολλοί ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ανάγκη παροχής τόσο πληροφόρησης όσο και ψυχολογικής υποστήριξης στα ζευγάρια που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Έχει διαπιστωθεί ότι η παροχή πληροφόρησης μπορεί να προσφέρει πολλά οφέλη σε άτομα που υποβάλλονται σε στρεσογόνες ιατρικές διαδικασίες, όπως είναι η IVF, πιθανώς επειδή μέσω της γνώσης ενεργοποιούνται οι αμυντικοί μηχανισμοί του ατόμου. Οι διάφορες τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής παρέχουν την ελπίδα της εγκυμοσύνης για τις υπογόνιμες γυναίκες, αλλά δεν καταφέρνουν πάντα να κάνουν την ελπίδα πραγματικότητα. Η διαθεσιμότητα επαρκούς πληροφόρησης και συμβουλευτικής σε ενδεχόμενη αποτυχία της προσπάθειας εξωσωματικής γονιμοποίησης αποτελεί βασικό στοιχείο αποτελεσματικής ψυχολογικής προσαρμογής των ζευγαριών που εντάσσονται σε προγράμματα IVF. Πρέπει να περιλαμβάνει την παροχή τόσο θετικών όσο και αρνητικών πληροφοριών, εκτίμηση της ανταπόκρισής τους στη θεραπεία και βοήθεια στον προσδιορισμό των μελλοντικών τους ενεργειών.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε σε μικρό αριθμό γυναικών και, συνεπώς, τα αποτελέσματά της δεν μπορούν να γενικευθούν. Σε μια ποιοτική μελέτη, όπως αυτή, οι ιδέες και οι εμπειρίες είναι πιο σημαντικές από τους αριθμούς. Αυτό το είδος έρευνας επιλέχθηκε για να διερευνήσει την εμπειρία της υπογονιμότητας, ως ενός πολύπλοκου φαινομένου, χωρίς να μπορεί να υποστηρίξει την άποψη ότι οι εμπειρίες που περιέγραψαν οι συμμετέχουσες στη μελέτη εκφράζουν όλες τις υπογόνιμες Ελληνίδες. Η ανάγκη περαιτέρω νοσηλευτικής έρευνας είναι προφανής, αφού μέσω της γνώσης που βασίζεται στην έρευνα οι επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή θα μπορούν να εξασφαλίσουν υψηλού επιπέδου φροντίδα για τα άτομα με προβλήματα υπογονιμότητας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.      Schmidt L, Holstein BE, Boivin J, Sangren H, Tjornhoj Thomsen T, Blaabjerg J et al. Patient’s attitudes to medi cal and psychosocial aspects of care in fertility clinics: findings from the Copenhagen Multi-centre Psychosocial Infertility (COMPI) Research Programme. Human Re prod 2003

 
2.      Nygren KG, Nyboe Andersen A. Assisted reproductive technology in  
      Europe, 2002. Results generated from European registers by ESHRE
      Human Reprod 2006

3.      Barber D. Continuity of care in IVF: the nurse’s role. Nursing Times 1994

4.      Dennerstein L, Morse C. A review of psychological and social aspects  of in vitro fertilization. J Psychosom Obstet Gynecol 1988

5.      Greil AL. Infertility and psychological distress: a critical review of the literature. Soc Sci Med 1997

6.      Olivius C, Friden B, Borg G, Bergh C. Why do couples discontinue in  vitro fertilization treatment? A cohort study. Fertil Steril 2004

7. Daniluk JC. Reconstructing their lives: a longitudinal, qualitative analysis of the transition to  
    biological childlessness for infertile couples. J Counsel Dev 2001

8. Strauss B, Hepp U, Staeding G, Mettler L. Psychological characteristics of infertile couples: can they predict pregnancy and treatment persistence? J Community Appl Soc Psychol 1998

9. Kατάκη ΧΔ. Οι τρεις ταυτότητες της ελληνικής οικογένειας. 7η έκδοση. Kέδρος, Aθήνα, 1984

10. Miall CE. The stigma of involuntary childlessness. Social Problems 1986

11. Garland R. The Greek way of life. Cornell University Press, New York, 1990

12. Dahlberg K, Drew N, Nystrom M. Reflective lifeworld research. Studentliteratur, Lund, 2001

13. Morse JM, Field PA. Nursing research: The application of qualitative approaches. 2nd ed. Chapman & Hall, London, 1996

14. Berg BL. Qualitative research methods for the social sciences. Allyn & Bacon, New York, 1989

15. Shapiro CH. The impact of infertility on the marital relationship social casework. J Contemp Soc Work 1982

16. Menning B. Infertility: A guide for the childless couple. Prentice-Hall, Englewood Cliffs, NJ, 1977

17. Laser JN, Borg S. In search of parenthood. Temple University Press, Philadelphia, 1994

18. Duvall EM. Family development. 5th ed. Lippincott, Philadelphia, 1977

19. Greil Al, Leitko TA, Porter KL. Infertility: His and hers. Gend Soc 1988

20. Hjelmstedt A, Andersson L, Skooq-Svanberg A, Bergh T, Boivin J, Collins A. Gender differences in psychological reactions to infertility among couples seeking IVF and ICSI treatment. Acta Obstet Gynecol Scand 1999

21. Widge A. Seeking conception: experiences of urban Indian women with in vitro fertilization. Patient Educ Counsel 2005

22. Paxon H. Making modern mothers. Ethics and family planning in urban Greece. University of California Press, LA, 2004


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου