Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Εμπειρία υπογόνιμων Ελληνίδων που υποβάλλονται σε εξωσωματικη γονιμοποίηση (part 1)


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα με επιδημιολογικά στοιχεία, περίπου 80 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως υποφέρουν από προβλήματα υπογονιμότητας. Ένα ποσοστό 16–26% του γυναικείου πληθυσμού στις αναπτυγμένες χώρες προσπαθούν να αποκτήσουν παιδιά με ιατρική παρέμβαση, ενώ το ποσοστό υπογονιμότητας στην Ελλάδα ανέρχεται σε 17%. Είναι προφανές ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων καταφεύγει σε κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προκειμένου να δώσει λύση στο πρόβλημα αυτό.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) είναι μια από τις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και θεωρήθηκε, από το 1978 που γεννήθηκε το πρώτο παιδί, ως «θαυματουργή» θεραπεία, καθώς επέτρεπε τη γονιμοποίηση του ανθρώπινου ωαρίου έξω από το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. Η μέθοδος αυτή μπορεί να είναι εξαιρετικά στρεσογόνα για πολλές γυναίκες, καθώς περιλαμβάνει την ιατρικοποίηση των πιο ιδιαίτερων στιγμών της σχέσης ενός ζευγαριού. Η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης μετά από τόση ψυχολογική, σωματική και οικονομική καταπόνηση έχει πολύ αρνητική επίπτωση στη γυναίκα, αλλά και στο ζευγάρι γενικότερα. Η επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης εξαρτάται από διάφορες παραμέτρους, όπως είναι η αιτία της υπογονιμότητας και η ηλικία της γυναίκας. Τα ποσοστά κλινικών κυήσεων ανά εμβρυομεταφορά στην Ελλάδα κυμαίνονται περί το 29%. Όταν η εγκυμοσύνη δεν επιτυγχάνεται, τα ζευγάρια έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωπα με την υπογονιμότητά τους.

Η υπογονιμότητα επιδρά στον προσωπικό, συζυγικό και κοινωνικό τομέα της ζωής ενός ανθρώπου. Αν και υπάρχουν πολλές μελέτες που επιβεβαιώνουν τη σχέση ανάμεσα στο προσωπικό stress και στην έκβαση της θεραπείας, λίγα στοιχεία είναι διαθέσιμα για τις επιδράσεις του συζυγικού και κοινωνικού stress. Μελέτες δείχνουν ότι ένας αριθμός ζευγαριών σταματούν τη θεραπεία τους λόγω συζυγικής διαμάχης ή αποφεύγουν να υποβληθούν σε περαιτέρω θεραπεία, γιατί απειλείται η σταθερότητα του γάμου τους. Το κοινωνικό stress δεν έχει μελετηθεί σε σχέση με την έκβαση της θεραπευτικής αγωγής, παρά το γεγονός ότι πολλά υπογόνιμα ζευγάρια αναφέρουν την κοινωνική απομόνωση και την έλλειψη συμπαράστασης από τον κοινωνικό τους περίγυρο ως σημαντικές πηγές άγχους. Η υπογονιμότητα στιγματίζεται, γι’ αυτό οι γυναίκες αντιμετωπίζουν πολλές πιέσεις προκειμένου να αποκτήσουν ένα βιολογικό παιδί.

Στην ελληνική κοινωνία, η πιο σταθερή και μακροχρόνια σχέση είναι αυτή της μητέρας με τα παιδιά της. Η εξιδανίκευση της μητρότητας σχετίζεται με τη σπουδαιότητα που αποδίδεται κοινωνικά και πολιτισμικά στην οικογένεια, καθώς και από τη Χριστιανική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά θεωρούνται ευλογία Θεού και η στειρότητα κατάρα ή τιμωρία. Το γεγονός ότι η στειρότητα είναι ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα θέματα στις γυναικολογικές πραγματείες του Ιπποκράτη, αποδεικνύει πως η ατεκνία ακόμα και στην Αρχαία Ελλάδα αποτελούσε τεράστιο πρόβλημα για πολλά ζευγάρια.

Η παρούσα μελέτη είχε ως σκοπό να διερευνήσει: (α) τις εμπειρίες και τις προσδοκίες των Ελληνίδων υπογόνιμων γυναικών που συμμετείχαν σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης και (β) το πως οι γυναίκες στην Ελλάδα σήμερα βιώνουν τη διάγνωση της υπογονιμότητάς τους και την ένταξή τους σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης, ιδιαίτερα σε σχέση με το συζυγικό και κοινωνικό τους περιβάλλον.

YΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ

Η μελέτη ήταν διερευνητική, ποιοτική, όπου η συλλογή των δεδομένων έγινε με ημι-δομημένη συνέντευξη (με ανοιχτού τύπου ερωτήσεις). Η μελέτη αυτή διεξήχθη βάσει φαινομενολογικής προσέγγισης, ώστε να περιγραφεί η εμπειρία των γυναικών όπως αυτή βιώθηκε, καθώς και να εκφραστούν σκέψεις και συναισθήματα για τα οποία δεν είχαν προηγούμενη συναίσθηση της ύπαρξής τους. Ο σκοπός της φαινομενολογικής έρευνας είναι να περιγράψει τα φαινόμενα όπως βιώνονται από τα άτομα. Η φαινομενολογική ανάλυση επιδιώκει να αποκαλύψει τη σημασία των φαινομένων που βίωσαν τα άτομα ως εμπειρία, βασιζόμενη στην περιγραφή του ατόμου.

Το δείγμα

Το δείγμα απoτέλεσαν 15 γυναίκες, οι οποίες επιλέχθηκαν προκειμένου να λάβουν μέρος στη μελέτη. Τα κριτήρια επιλογής του δείγματος ήταν η μητρική τους γλώσσα (ελληνική), η ηλικία τους (<40 ετών), το ιστορικό της υπογονιμότητάς τους (διαγνωσμένο 1–5 χρόνια πριν) και η συμμετοχή τους τουλάχιστον μία φορά σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης, το οποίο είχαν ολοκληρώσει, φθάνοντας στην εμβρυομεταφορά. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η δειγματοληψία σε μια ποιοτική έρευνα δεν πρέπει να είναι τυχαία αλλά σκόπιμη. Η σκόπιμη δειγματοληψία εξασφαλίζει τη συλλογή των δεδομένων προς διερεύνηση, εφόσον οι συμμετέχοντες που έχουν επιλεγεί πληρούν τα κριτήρια της μελέτης.

Το εργαλείο συλλογής των δεδομένων της μελέτης ήταν ημι-δομημένη συνέντευξη. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2006 έως το Μάιο του 2006 και έλαβαν χώρα σε ιδιαίτερο χώρο της μονάδας. Κάθε συνέντευξη διαρκούσε 20–50 min και οι περισσότερες ολοκληρώθηκαν χωρίς καμία διακοπή.

Καθεμιά από τις 15 συμμετέχουσες προσεγγίστηκε προσωπικά από τη συνεντεύκτρια, η οποία τις ενημέρωσε για το θέμα, το σκοπό της μελέτης, τη διαφύλαξη του απορρήτου των στοιχείων τους και την απόλυτα εθελοντική συμμετοχή τους στη μελέτη, τονίζοντάς τους ότι έχουν τη δυνατότητα να σταματήσουν τη συνέντευξη σε οποιοδήποτε σημείο θελήσουν ή να μην απαντήσουν σε ερωτήσεις που θα τις έφερναν σε δύσκολη θέση. Επίσης, ζητήθηκε η συγκατάθεσή τους προκειμένου να μαγνητοφωνηθούν οι συνεντεύξεις τους, χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητά τους. Η συμμετοχή τους ή μη στη μελέτη δεν θα είχε κανέναν αντίκτυπο στη θεραπεία που ελάμβαναν από το προσωπικό της μονάδας εξωσωματικής γονιμοποίησης του νοσοκομείου όπου πραγματοποιήθηκε η μελέτη. Και οι 15 Ελληνίδες δέχθηκαν τη συμμετοχή τους στη μελέτη με έγγραφη συγκατάθεση μετά από ενημέρωση.

Οι συνεντεύξεις

H ημι-δομημένη συνέντευξη επιλέχθηκε ως εργαλείο της ποιοτικής αυτής έρευνας. Η θεματολογία της συ νέντευξης περιελάμβανε την επιθυμία για γονεϊκότητα, την αδυναμία τεκνοποίησης, τη σχέση με το σύζυγο/την οικογένεια/φίλους, τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης και τη συμπεριφορά του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού της μονάδας.

Ανάλυση δεδομένων

Όλες οι γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για τη χρήση κασετόφωνου για την καταγραφή των συνεντεύξεών τους. Καμία δεν προέβαλε κάποιο ενδοιασμό ή αντίρρηση, προκειμένου να μη διακόπτεται η ροή της συνέντευξης και χάνεται η οπτική επαφή μεταξύ συνεντευκτή και ερωτώμενου.

Και οι 15 συνεντεύξεις απομαγνητοφωνήθηκαν και τα κείμενα αναλύθηκαν συστηματικά με συνεχή συγκριτική μέθοδο, βάσει του περιεχομένου τους, σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο ανάλυσης περιελάμβανε ανοιχτή κωδικοποίηση των δεδομένων σε θεματικές ενότητες (open coding). Η ανάλυση του περιεχομένου των συνεντεύξεων έγινε με βάση τις θεματικές ενότητες, οι οποίες στη συνέχεια κατηγοριοποιήθηκαν. Το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο ήταν πιο συνοπτικά και περιελάμβαναν σύγκριση μεταξύ των κατηγοριών, ανάπτυξη υποκατηγοριών και επιλογή της κύριας κατηγορίας ανά θεματική ενότητα. Η τελική λίστα κατηγοριών που αναπτύχθηκε και  μελετήθηκε πολύ προσεκτικά, έτσι ώστε να εξασφαλίζει την κάλυψη όλων των απόψεων που καταγράφηκαν στις συνεντεύξεις.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Το δείγμα

Οι συμμετέχουσες στη μελέτη ήταν ηλικίας 32–39 ετών. Όλες είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα και τα ελληνικά ήταν η μητρική τους γλώσσα. Οι 9 από αυτές είχαν γεννηθεί στην επαρχία και οι 6 στην Αθήνα. Οχτώ από τις γυναίκες του δείγματος είχαν τελειώσει το Λύκειο και 7 ήταν πτυχιούχοι ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Η διάρκεια της υπογονιμότητάς τους κυμαινόταν από 1–5 χρόνια.

Η εμπειρία της υπογονιμότητας

Οι περισσότερες από τις γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη δεν γνώριζαν ότι είχαν πρόβλημα υπογονιμότητας, μέχρι να φθάσουν στο σημείο να επιδιώξουν μια εγκυμοσύνη. Η πλειοψηφία αναγνώρισε ότι υπήρχε «πρόβλημα» μετά από μια περίοδο προσπάθειας χωρίς αποτέλεσμα για επίτευξη εγκυμοσύνης. Αυτή η χρονική περίοδος κυμαινόταν από 1–5 χρόνια ελεύθερων, συστηματικών σεξουαλικών επαφών. Όλες αναζήτησαν ιατρική βοήθεια με την αρχική υποψία ύπαρξης προβλήματος υπογονιμότητας. Πολλές είχαν άγχος ότι μπορεί να υπήρχε πρόβλημα στη γονιμότητά τους πριν ακόμα συμβουλευτούν κάποιον ειδικό, όπως δήλωσε κάποια από τις συμμετέχουσες:

«...κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του γάμου μας δεν θέλαμε να κάνουμε παιδιά. Ήμασταν νέοι και θέλαμε να ζήσουμε τη ζωή μας. Αλλά πάντα είχα τους φόβους μου, γιατί ποτέ δεν χρησιμοποιήσαμε καμιά αντισύλληψη και ποτέ δεν έμεινα έγκυος... ούτε κατά λάθος....»

Eπιπρόσθετα, πολλές φορές οι γυναίκες της μελέτης ένιωσαν ανίκανες να αντεπεξέλθουν στην επίδραση που ασκούσε η υπογονιμότητα στη ζωή τους. Μια από αυτές ανέφερε συγκεκριμένα:

«...Τον Απρίλιο έκανα μια σαλπιγγογραφία. Μου έβαλαν κάποιο υγρό και μετά μου έβγαλαν ακτινογραφία στις σάλπιγγες. Στη συνέχεια μου είπαν πως και οι δύο σάλπιγγές μου ήταν βουλωμένες! Πριν από την εξέταση αυτή ο γιατρός μου, μου έλεγε συνέχεια ότι όλα ήταν μια χαρά!! Και ξαφνικά ανακαλύπτω ότι υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα μέσα στο κορμί μου, χωρίς να έχω κανένα σύμπτωμα και χωρίς να έχω προετοιμαστεί γι’ αυτό!!! Τίποτα… Δεν είχα νιώσει τίποτα... ένιωσα ότι κατέρρευσε ο κόσμος γύρω μου...».

Καθώς η υπογονιμότητα είναι μια κατάσταση αβεβαιότητας, πολλοί άνθρωποι την αρνούνται, ενώ θεωρούν τους εαυτούς τους εν δυνάμει γονείς. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα λεγόμενα κάποιων από τις συμμετέχουσες:

«...δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι είχα πρόβλημα να μείνω έγκυος. Όταν ο γιατρός μου ανακοίνωσε ότι οι σάλπιγγές μου ήταν κλειστές, σοκαρίστηκα.... δεν μπορούσα να πιστέψω ότι δεν θα μπορούσα να μείνω έγκυος φυσιολογικά όπως εκατομμύρια άλλες γυναίκες... ήμουν τόσο αρνητική!!! δεν μπορούσα να το δεχθώ!!!».

«Παντρευτήκαμε πριν από επτά χρόνια. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών έπαιρνα χάπι. Δεν ήξερα ότι είχα πρόβλημα. Μετά από ένα χρόνο ελεύθερων επαφών άρχισα να υποπτεύομαι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήγαμε και διακοπές για να χαλαρώσουμε, αλλά…καμία τύχη… Άρχισα να πιστεύω ότι θα είχα κάποιο ορμονικό πρόβλημα, όχι κάτι σοβαρό… δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα κατέληγα σε κλινική εξωσωματικής…».

Ένα ακόμα εύρημα της μελέτης ήταν ότι κάποιες από τις συμμετέχουσες αναζήτησαν ιατρική βοήθεια από την πρώτη στιγμή που υποπτεύθηκαν ότι υπήρχε πρόβλημα γονιμότητας, ενώ άλλες αποφάσισαν να «προσπαθήσουν λίγο ακόμα», όπως δήλωσε κάποια:

«Ξέραμε ήδη ότι το σπέρμα του άνδρα μου δεν ήταν καλό και είχα καταλάβει ότι η απόκτηση ενός παιδιού δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Ο γιατρός μου με συμβούλευσε να κάνω λαπαροσκόπηση, αλλά δεν τον άκουσα. Μου ήταν αδιανόητο εκείνη την εποχή να σκεφτώ πως μπορεί να είχαμε και οι δύο πρόβλημα! Και αποφάσισα να συνεχίσουμε τις προσπάθειες από μόνοι μας για τρία ακόμα χρόνια, χωρίς αποτέλεσμα. Όταν τελικά έκανα τη λαπαροσκόπηση, βρέθηκε ότι και οι δύο σάλπιγγές μου ήταν κλειστές εξαιτίας κάποιας φλεγμονής...».

Η σπουδαιότητα της εγκυμοσύνης και της γονεϊκότητας

Οι συμμετέχουσες στη μελέτη συχνά ανέφεραν στις συνεντεύξεις τους ότι βιώνουν την υπογονιμότητα ως αποτυχία ενός ρόλου, μεταφράζοντάς την ως πρόκληση στη θηλυκότητά τους. Μια από τις συμμετέχουσες συνόψισε αυτή την άποψη ως εξής:

«...όπως κάποιος ανάπηρος βλέπει τους αθλητές να κάνουν παγκόσμια ρεκόρ και ζηλεύει.... Ζήλια είναι αυτόπου νιώθω επειδή δεν μπορώ να κάνω ένα παιδί. Υπάρχει πολλή ζήλια μέσα μου. Ζηλεύω τις έγκυες που βλέπω στο δρόμο, με την έννοια γιατί αυτές και όχι εγώ! Γιατί!!! Είναι μια ερώτηση που ο κάθε στερημένος από κάτι μπορεί να κάνει. Ένας τυφλός μπορεί να ρωτήσει γιατί δεν μπορεί να δει όταν οι άλλοι βλέπουν, ένας παράλυτος γιατί δεν μπορεί να περπατήσει όταν οι άλλοι μπορούν και τρέχουν. Είναι μια ερώτηση-παράπονο ζωής, γιατί όχι κι εγώ;».

Η πλειοψηφία των γυναικών που πήραν μέρος στη μελέτη ανέφεραν πως η υπογονιμότητα είχε επιδράσει σημαντικά στην εικόνα του εαυτού τους. Ένιωθαν ότι ήταν λιγότερο θηλυκές και ατελείς ως γυναίκες και πως απογοήτευσαν τους συζύγους τους μην μπορώντας να τεκνοποιήσουν χωρίς ιατρική παρέμβαση. Στην ερώτηση της συνεντεύκτριας εάν θεωρούσαν τους εαυτούς τους «άρρωστες» εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να συλλάβουν φυσιολογικά, μια από τις συμμετέχουσες απάντησε χαρακτηριστικά:

«Ναι, ένιωθα έτσι, ιδιαίτερα στην αρχή. Αισθανόμουν κατώτερη από τις άλλες γυναίκες. Ακόμα και τώρα νιώθω μισή γυναίκα. Φοβάμαι μέχρι ενός σημείου πως ο άνδρας μου μπορεί να με αφήσει επειδή δεν μπορώ να του χαρίσω ένα παιδί...».

Για ένα μεγάλο αριθμό συμμετεχουσών ο γάμος τους δεν είχε κανένα νόημα χωρίς την παρουσία παιδιών. Η αίσθηση πως είχαν απογοητεύσει τους συζύγους τους με την ανικανότητά τους να τεκνοποιήσουν τις οδηγούσε σε αισθήματα ανασφάλειας για το γάμο τους. Η δήλωση κάποιας είναι αντιπροσωπευτική:

«Όταν πληροφορήθηκα ότι δεν μπορούσα να συλλάβω φυσιολογικά, αναστατώθηκα πάρα πολύ. Σκέφτηκα ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να αποκτήσω παιδιά, γι’ αυτό και δεν υπήρχε κανένας λόγος να είμαι παντρεμένη. Θεωρώ ότι ο γάμος και τα παιδιά πάνε μαζί. Πρέπει να κάνεις παιδιά για να θεωρείσαι οικογένεια, αλλιώς είσαι απλώς ζευγάρι».

Ανάμεσα στις συνέπειες που είχε η υπογονιμότητα στις ζωές των γυναικών της μελέτης αναφέρθηκε και το ότι, αφού η σύλληψη δεν ήταν δυνατή, η σεξουαλική επαφή μπορούσε να θεωρηθεί άσκοπη. Αυτή η άποψη είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της συχνότητας των επαφών ανάμεσα στο ζευγάρι και σε μερικές περιπτώσεις την ολοκληρωτική παύση τους. Τα λόγια μιας από τις συμμετέχουσες είναι ενδεικτικά της κατάστασης αυτής:

«Έχουμε καλή σχέση ως ζευγάρι. Επικοινωνούμε αρκετά καλά. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν θέλω ή δεν έχω διάθεση μάλλον....... (διστάζει λίγο) ....να κάνω σεξ μαζί του. Από μικρό κοριτσάκι είχα συνδυάσει το σεξ με την εγκυμοσύνη και τώρα που είμαι τόσο στρεσαρισμένη με τη θεραπεία έχω επηρεαστεί πολύ αρνητικά. Νομίζω ότι είναι ανώφελο να κάνω σεξ μαζί του και δεν βρίσκω καμία ευχαρίστηση....».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου