Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Ψυχολογικές αντιδράσεις των γονιών, όταν το παιδί τους νοσεί από ψυχική ασθένεια (part 1)


Ψυχολογικές αντιδράσεις των γονιών, όταν το παιδί τους νοσεί από ψυχική ασθένεια

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εκδήλωση της ψυχικής ασθένειας σ’ ένα μέλος της οικογένειας σηματοδοτεί την έναρξη μιας δύσκολης περιόδου για όλη ανεξαιρέτως την οικογένεια, μιας περιόδου όπου όλα τα μέλη της γίνονται ταυτόχρονα θεατές και συμπρωταγωνιστές του οικογενειακού δράματος. Κανένας και καμία πλευρά της συναισθηματικής ζωής δεν μένει άθικτη. Η ασθένεια αγγίζει όλη την οικογένεια και τον καθένα χωριστά, διαμορφώνοντας στάσεις απέναντι στον εαυτό και τη ζωή, προκαλώντας συμπτώματα και στα άλλα μέλη.

Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση ευνόησε την αποασυλοποίηση και την επανένταξη των ψυχικά ασθενών στην κοινότητα. Νέες δομές και υπηρεσίες εγκαθιδρύθηκαν, για να διευκολύνουν τη μετάβαση από το άσυλο στην κοινότητα. Ωστόσο, το μεγάλο συναισθηματικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος της επανακοινωνικοποίησης των αρρώστων κλήθηκε να πληρώσει η οικογένεια, η οποία, συχνά απροετοίμαστη, αβοήθητη και απομονωμένη από το κοινωνικό περιβάλλον, ανέλαβε το ρόλο της αποκλειστικής φροντίδας τους. Οι γονείς μιλούν για καθήκον και θυσία, για ελπίδα και ματαίωση, για απώλεια και θρήνο, για έκπληξη και απελπισία, για φυσική και ψυχική εξάντληση, για σύγχυση και αναζήτηση νοήματος, για κοινωνικό στίγμα και απέραντο ψυχικό πόνο.

Σκοπός της βιβλιογραφικής αυτής ανασκόπησης ήταν η παρουσίαση του τρόπου που βιώνουν οι γονείς την ψυχική ασθένεια του παιδιού τους κατά τη χρονική εκείνη περίοδο όπου τα ψυχιατρικά συμπτώματα κάνουν την πρώτη εμφάνισή τους, κατά την ανακοίνωση της διάγνωσης, την προσαρμογή και την αποδοχή της πραγματικότητας της ψυχικής αρρώστιας.

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Η αναγνώριση και η παραδοχή της πραγματικότητας της ψυχικής αρρώστιας σ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο αποτελεί ψυχοφθόρα διαδικασία, η οποία επηρεάζει τη ζωή της οικογένειας και εξελίσσεται με διαφοροποιήσεις των μελών, προόδους, στασιμότητα και παλινδρομήσεις. Ο τρόπος που οι γονείς αντιδρούν στην ψυχική αρρώστια μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Ως ένα βαθμό, εξαρτάται από αλλαγές στη συμπτωματολογία και στη δυναμική των δυσλειτουργικών οικογενειακών σχέσεων που συνδέονται με την εκδήλωση της νόσου, από παράγοντες που συνδέονται με τη θεραπεία (π.χ. νοσηλείες, επαφές με επαγγελματίες, ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων), αλλά και από την ανάπτυξη της ίδιας της οικογένειας καθώς και με γεγονότα που δεν συνδέονται άμεσα με την ασθένεια.

Χρησιμοποιώντας μια φαινομενολογική προσέγγιση, στόχος των κλινικών παρατηρήσεων και των ερευνητικών δεδομένων είναι να αυξήσουν και να συστηματοποιήσουν τις γνώσεις πάνω στην εμπειρία των συγγενών. Το βίωμα –για μεθοδολογικούς λόγους– περιγράφεται ως μια σειρά από φάσεις, όπου η μια διαδέχεται την άλλη. Αν και ο αριθμός των σταδίων διαφέρει στις διάφορες έρευνες, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι τα χαρακτηριστικά και η εξέλιξη του βιώματος περιγράφονται με παρεμφερή τρόπο. Η Terkelsen περιγράφει ένα μοντέλο 10 φάσεων, ενώ η Howard το σχηματοποιεί σε 4 στάδια. Στην παρούσα βιβλιογραφική ανασκόπηση θα συνοψίσουμε αυτά τα δύο μοντέλα, συμπληρώνοντάς τα και με στοιχεία από άλλες κλινικές παρατηρήσεις και έρευνες.

Οι γονείς περιγράφουν ότι η ιστορία της ζωής τους χωρίζεται σε δύο περιόδους: πριν και μετά τη διάγνωση. Ο κόσμος αλλάζει δραματικά με τη διάγνωση και ο χρόνος από το σημείο αυτό και μετά καθορίζεται με βάση αυτό το γεγονός-σταθμό. Όλα μοιάζουν να ακολουθούν μια γραμμική πορεία. Η εμπειρία παίρνει για την οικογένεια τη μορφή μιας αφήγησης με αρχή, μέση, αλλά χωρίς τέλος. Ο πρόλογος είναι η ζωή πριν από την αρρώστια, η αρχή της ιστορίας, όταν υποψιάζονταν ότι κάτι κακό συμβαίνει, η μέση είναι η καθημερινή ζωή, ενώ η φροντίδα και η ευθύνη μοιάζουν να μην τελειώνουν ποτέ.

Φάση I: Αγνοώντας αυτό που πλησιάζει

Οι γονείς περιγράφουν την ανάπτυξη των παιδιών τους κατά την πρώτη ηλικία ως φυσιολογική. Τονίζουν ιδιαίτερα κάποιες ικανότητές τους (αθλητισμός, καλλιτεχνία, φυσική εμφάνιση), αυτές που έμειναν αναλλοίωτες από την ψυχική αρρώστια. Τα αδέρφια περιγράφουν την αγωνιώδη προσπάθεια των γονιών να ενσωματώσουν στη ζωή της οικογένειας, ως φυσιολογικές, ορισμένες ακραίες συμπεριφορές, που αργότερα θαχαρακτηριστούν ως συμπτώματα της νόσου. Σε κάθε περίπτωση, οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές αντιμετωπίζονται ως μια παροδική αναστάτωση στη ζωή της οικογένειας. Ωστόσο, άγχος και διάχυτα συναισθήματα ότι «κάτι δεν πάει καλά» κυριαρχούν και η οικογένεια αναζητεί τη λύση των προβλημάτων, είτε αλλάζοντας τις περιβαλλοντικές συνθήκες, είτε αφήνοντας το χρόνο να κυλήσει, ελπίζοντας ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί από μόνη της. Τα αδέρφια συχνά περιγράφουν τη μυστικοπάθεια που διακρίνει την οικογένεια σε αυτή τη φάση, την απροθυμία της να παραδεχθεί το πρόβλημα και να αναζητήσει εξωτερική βοήθεια.

Φάση II: Η αναγνώριση και το πρώτο σοκ

Αδιαμφισβήτητες εκδηλώσεις της ψυχικής ασθένειας κάνουν την εμφάνισή τους, η οικογένεια για πρώτη φορά αναγνωρίζει την ύπαρξη ψυχολογικών προβλημάτων στο παιδί και κινητοποιείται για να βρει κάποιο τρόπο να αντιδράσει. Ανεξάρτητα από τον ειδικό τρόπο παρέμβασης, την οργανωμένη επαγγελματική βοήθεια ή μη οργανωμένες προσπάθειες υποστήριξης του αρρώστου από τα άλλα μέλη της οικογένειας, το κυρίαρχο στοιχείο σ’ αυτή τη φάση είναι η άμεση αναζήτηση βοήθειας, το αυξανόμενο άγχος μπροστά στην πιθανότητα να εμφανιστούν πολλαπλασιαζόμενες παρεκκλίνουσες συμπεριφορές ή συμπεριφορές απειλητικές για τη ζωή.

Φάση III: Το αδιέξοδο

Σπανίως η πρώτη απόπειρα αναζήτησης βοήθειας έχει την αναμενόμενη θετική εξέλιξη. Συνήθως διακόπτεται είτε λόγω της άρνησης του ασθενούς, είτε της αδυναμίας των επαγγελματιών υγείας να διακρίνουν την έκταση του προβλήματος σε αυτή την πολύ πρώιμη φάση.

Φάση IV: Αναχαιτίζοντας τις επιπτώσεις της αρρώστιας

Μπροστά σ’ αυτές τις απρόσμενες και αντιφατικές εξελίξεις, η οικογένεια επιλέγει να περιορίσει την εμπλοκή της με τις συνέπειες της αρρώστιας, είτε παίρνοντας αποστάσεις από τον ασθενή, είτε πιστεύοντας ότι είναι αποτέλεσμα παροδικών περιβαλλοντικών συνθηκών. Μέχρι αυτό το χρονικό σημείο, η πιθανότητα η κατάσταση αυτή να είναι μόνιμη και να μην μπορεί να αλλάξει, παρά τις προσπάθειες, δεν εξετάζεται καθόλου και η οικογένεια παραμένει γεμάτη αισιοδοξία και ελπίδα για την έκβαση των πραγμάτων.

Φάση V: Η επίσημη αναγνώριση της ψυχικής ασθένειας

Το πάσχον μέλος χάνει τον έλεγχο, επίσημα αναγνωρίζεται ως ψυχικά ασθενής και η σημασία της ύπαρξης της ψυχικής νόσου κατακλύζει κάθε διάσταση της οικογενειακής ζωής. Η διάγνωση επιβεβαιώνει τις υποψίες των γονιών και αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μια απάντηση στις ανησυχίες τους. Παρά την ύπαρξη ενδείξεων, η αναγνώριση της ψυχικής νόσου είναι μια επώδυνη και τρομακτική εμπειρία. Ωστόσο, η ίδια η διάγνωση δεν διαφωτίζει και έχει πολύ μικρή προγνωστική αξία για την οικογένεια, καθώς το βασικό ερώτημα των γονιών είναι πώς θα διαμορφωθεί το παρόν και το μέλλον.

Φάση VI: Η αναζήτηση νοήματος

Μόλις η οικογένεια αναγκαστεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη της ψυχικής νόσου, μπαίνει στη διαδικασία να αποδώσει νόημα στο βίωμά της. Πολλοί γονείς πιστεύουν στη συνέργεια βιολογικών και διαπροσωπικών παραγόντων, άλλοι δίνουν έμφαση στο γενετικό παράγοντα κι άλλοι στη δυσλειτουργία της οικογένειας. Οι απόψεις διαφέρουν ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και διαφοροποιούνται με το πέρασμα του χρόνου.

Φάση VII: Αναζητώντας θεραπεία

Η αναζήτηση θεραπείας ξεκινάει μόνον όταν η οικογένεια έχει αποδεχθεί την ύπαρξη της αρρώστιας. Η κατεύθυνση που θα πάρει εξαρτάται (α) από το βαθμό αποδοχής της ύπαρξης της ψυχικής ασθένειας από τους γονείς, (β) από την αντίληψη που έχουν σχηματίσει για την αιτιολογία της και (γ) από τις διαθέσιμες υπηρεσίες.

Φάση VIII: Η κατάρρευση της αισιοδοξίας

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, καθώς η θεραπεία προχωράει, γίνεται φανερό ότι ο ασθενής δεν αποκτά το προηγούμενο επίπεδο λειτουργικότητας. Από τη μια μεριά οι γονείς θα πρέπει να διατηρήσουν την ελπίδα, έτσι ώστε να στηρίξουν τον άρρωστο στη θεραπεία του και να αντέχουν οι ίδιοι τη συνεχή επιβάρυνση. Από την άλλη μεριά, όμως, θα πρέπει να εγκαταλείψουν την ελπίδα μιας πλήρους αποκατάστασης, ώστε να προσαρμοστούν σε μια πιθανώς μειωμένη λειτουργικότητα του ασθενούς. Η προσαρμογή αυτή απαιτεί αναδιάταξη της δομής της οικογένειας, ανεκπλήρωτες ανάγκες των υγιών μελών, κοινωνική απομόνωση και συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως θυμός, ντροπή, ενοχή, υπερεμπλοκή.

Φάση IX: Η εγκατάλειψη του ονείρου

Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από το θρήνο μπροστά στην απώλεια των ιδανικών εσωτερικών εικόνων, που έχουν οι γονείς για τον ασθενή, αλλά και για την ταυτότητά τους ως «καλών γονιών». Παρόλες τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, η εμπειρία και η γνώση ότι η αρρώστια χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υποτροπές
διαβρώνουν την ελπίδα.

Φάση X: Ανασυνθέτοντας τα κομμάτια

Η πρόκληση για την οικογένεια είναι να μάθει να διαχωρίζει την ασθένεια και τις συνέπειές της από την υπόλοιπη οικογενειακή ζωή, έτσι ώστε η αρρώστια να θεωρείται μια από τις διαστάσεις της ζωής κι όχι το μόνο και κεντρικό πρόβλημα. Παράλληλα, οι γονείς θα πρέπει να ανακαλύψουν ή να ασχοληθούν με δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την αρρώστια και να δώσουν το δικαίωμα στον εαυτό τους να επενδύσουν σ’ άλλους στόχους, χωρίς αυτό να επηρεάζει την εμπλοκή τους με το άρρωστο παιδί.

Ακόμη κι αν η οικογένεια περάσει με επιτυχία όλα τα στάδια που περιγράφηκαν και ανταποκριθεί σε όλες τις προκλήσεις που απορρέουν απ’ αυτά, έντονα προβλήματα θα υπάρχουν πάντα. Ένα απ’ αυτά είναι η αγωνία ότι ο ασθενής δεν θα μπορεί στο μέλλον να φροντίζει τον εαυτό του και ο φόβος για το τι θα συμβεί, όταν οι γονείς του δεν θα βρίσκονται πια στη ζωή.


ΤΟ STRESS ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ

Το stress προκύπτει μέσα στο πλαίσιο της δυναμικής αλληλεπίδρασης του ατόμου και του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου ενυπάρχει μια έντονη ασυμφωνία ή αντίφαση ανάμεσα στις απαιτήσεις που προβάλλονται στο άτομο και στα αποθέματα –βιολογικά, ψυχολογικά και κοινωνικά– που διαθέτει για να τις αντιμετωπίσει. Ο ορισμός αυτός προϋποθέτει ότι το άτομο κάνει μια συνειδητή εκτίμηση της κατάστασης κι έτσι διαπιστώνει το χάσμα ανάμεσα στις απαιτήσεις της κατάστασης (πρωτογενής εκτίμηση, primary appraisal) και στην ικανότητά του να ανταποκριθεί στη σοβαρότητα των συνακόλουθων συνεπειών (δευτερογενής εκτίμηση, secondary appraisal).

Λέγοντας κρίση, εννοούμε μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία η βιοψυχοκοινωνική ακεραιότητα του ατόμου απειλείται ή διαταράσσεται προσωρινά. Ο στρεσογόνος παράγοντας γίνεται αντιληπτός ως εμπόδιο στην επιδίωξη σημαντικών στόχων ζωής, τους οποίους το άτομο πιστεύει ότι δεν μπορεί να υπερνικήσει χρησιμοποιώντας τις συνήθεις στρατηγικές αντιμετώπισης ή στηριζόμενο στα βιοψυχοκοινωνικά του αποθέματα. Ακολουθεί μια περίοδος άγχους και αποδιοργάνωσης, όπου η αίσθηση του χρόνου διαστρεβλώνεται, το άτομο κατακλύζεται από δυσάρεστα συναισθήματα, νιώθει αβοήθητο, έχει έντονη την αίσθηση μοναξιάς, παραλύει και αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις της πραγματικότητας.

Στρεσογόνοι παράγοντες

Η ψυχιατρική νόσος μπορεί να θεωρηθεί, συνολικά, ως ένας πολύ σημαντικός στρεσογόνος παράγοντας, καθώς συγκεντρώνει τα τέσσερα κύρια χαρακτηριστικά, που διακρίνουν τις καταστάσεις με υψηλές προσαρμοστικές απαιτήσεις: (α) μοναδικότητα, καθώς συνήθως οι γονείς δεν έχουν έρθει στο παρελθόν αντιμέτωποι με ανάλογες συμπεριφορές και δεν διαθέτουν την εμπειρία, τις γνώσεις και τις δεξιότητες για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις, (β) συνδυασμός μεγάλης διάρκειας με υψηλή συχνότητα, λόγω της μακράς συνήθως πορείας της νόσου και της περιοδικής έξαρσης των συμπτωμάτων, που έχει ως αποτέλεσμα τη γρήγορη εξάντληση των αποθεμάτων και την απώλεια της αίσθησης ελέγχου, (γ) διεισδυτικότητα, καθώς η ασθένεια επηρεάζει πολλές πτυχές της ζωής και περικλείει ποικίλες απαιτήσεις και (δ) σύγχυση, καθώς δεν υπάρχουν κοινωνικά προκαθορισμένοι ρόλοι και η εξέλιξη και η πρόγνωση παραμένουν άγνωστες.

Σε μια έρευνα της Doornbos, ζητήθηκε από 108 συγγενείς να αναφέρουν τα πιο σημαντικά τους προβλήματα. Από αυτούς, το 38% μίλησε για την επιβάρυνση από την καθημερινή ευθύνη της φροντίδας του αρρώστου, το 27% αναφέρθηκε στη συμπτωματική συμπεριφορά του ασθενούς, το 23% ανέφερε ως κύριο πρόβλημα την αρνητική επίδραση της ψυχικής αρρώστιας στη ζωή της οικογένειας και το 20% τις αντιδράσεις θρήνου.

Η Cohen υποστηρίζει ότι ο ακούσιος εγκλεισμός σ’ ένα κλειστό ψυχιατρικό τμήμα μπορεί να δράσει ως παράγοντας πρόκλησης ψυχικού τραύματος, τόσο για τον ασθενή όσο και για την οικογένειά του, καθώς συνοδεύεται από φόβο, κατάρρευση της αυτονομίας, αίσθηση αδυναμίας και απώλειας ελέγχου.

Η Lefl ey εντοπίζει τρεις βασικές πηγές stress: (α) το stress που πηγάζει από τις καταστάσεις και που προκύπτει στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης με τη συμπτωματική συμπεριφορά του αρρώστου, (β) το stress που πηγάζει από το κοινωνικό περιβάλλον λόγω του στίγματος απέναντι στους ψυχικά ασθενείς και στις οικογένειές τους και (3) το stress από την επαφή με το σύστημα υγείας, που σχετίζεται με την αδυναμία των επαγγελματιών υγείας να παρέχουν ικανοποιητική πληροφόρηση και στήριξη στην οικογένεια, καθώς και με την απόρριψη και τον αποκλεισμό των γονιών από τη θεραπευτική διαδικασία.

Σε ερευνητική μελέτη του Grenberg και των συνεργατών του βρέθηκε ότι οι συγγενείς που συμμετείχαν πιο ενεργά στη φροντίδα του αρρώστου ανέφεραν ότι ένιωθαν μικρότερη επιβάρυνση. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι η αυξημένη επαφή με τον ασθενή είχε ως αποτέλεσμα την απόκτηση μιας αίσθησης ελέγχου της νόσου, είτε ότι αυτοί που είχαν λιγότερο φόβο για τον ασθενή είναι εκείνοι που αναλάμβαναν τη φροντίδα του.

Κοινωνική στήριξη και στίγμα

Η άντληση στήριξης από το κοινωνικό δίκτυο μπορεί να δρα συμπληρωματικά και να ενισχύει τις πλευρές εκείνες της λειτουργικότητας του ατόμου που έχουν εξασθενήσει, λόγω της επίδρασης του stress. Το άτομο μαθαίνει να λύνει προβλήματα με ορισμένους αποδεκτούς τρόπους, σύμφωνα με τις αξίες και τις παραδόσεις που έχει ενδοβάλει. Σε δεύτερο χρόνο, ένα υποστηρικτικό δίκτυο μπορεί να βοηθήσει το άτομο να εκφράσει το θρήνο και το θυμό του, να το ενισχύσει στο ρόλο φροντίδας που έχει αναλάβει και να αποτελέσει πηγή συναισθηματικής αλλά και πρακτικής συμπαράστασης, δίνοντας έμφαση στους δεσμούς της ίδιας της κοινωνικής ομάδας και στην προσδοκία ότι θα τα καταφέρει να αναδιοργανώσει και να θέσει νέους στόχους και αξίες στη ζωή του.

Τα συμπεράσματα αυτά είναι σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας των Solomon και Draine, σύμφωνα με τα οποία η κοινωνική στήριξη ήταν ο ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας για την ανάπτυξη αποτελεσματικών μεθόδων αντιμετώπισης σε 225 οικογένειες ατόμων με ψυχική ασθένεια. Μετρήθηκαν διάφορες πτυχές της κοινωνικής στήριξης και βρέθηκε ότι η ικανοποίηση από την άντληση στήριξης, το μέγεθος του υποστηρικτικού δικτύου και η συμμετοχή σε ομάδες στήριξης συσχετίζονταν στενά με τις αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης, ενώ η προσφορά πρακτικής βοήθειας δεν βρέθηκε να συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση των αποτελεσματικών στρατηγικών αντιμετώπισης.

Παρά τη σημαντική συμβολή που μπορεί να έχει ένα υποστηρικτικό κοινοτικό δίκτυο, η διάγνωση της ψυχική ασθένειας συνοδεύεται με κοινωνικό στίγμα, τόσο για τον ασθενή όσο και για την οικογένειά του. Ένας από τους λόγους στιγματισμού είναι ο φόβος και η άγνοια. Το στοιχείο της ευθύνης της οικογένειας στην πρόκληση της ασθένειας είναι μια άλλη κοινή αντίληψη, καθώς κατασκευάζονται σχήματα του τύπου «εκείνοι κι εμείς» και δίνονται ηθικές διαστάσεις στην ασθένεια σε μια προσπάθεια να αποκτηθεί από το κοινό μια αίσθηση ελέγχου πάνω στις καταστάσεις και την αρρώστια.

Είναι σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ του «πραγματικού» και του «αντιλαμβανόμενου» στίγματος. Το πραγματικό στίγμα είναι η αντικειμενικά παρατηρούμενη απόρριψη και ο αποκλεισμός των οικογενειών, ενώ το αντιλαμβανόμενο στίγμα είναι ο φόβος ενός τέτοιου κοινωνικού αποκλεισμού. Οι γονείς, για παράδειγμα, τη στιγμή που τους ανακοινώνεται η διάγνωση έχουν την αίσθηση ότι στιγματίζονται, χωρίς ακόμη να έχουν έρθει σε έκθεση με το πραγματικό στίγμα. Το αντιλαμβανόμενο στίγμα, επισημαίνει ο Scambler, μπορεί να είναι πιο καταστρεπτικό από το πραγματικό, καθώς αποτελεί απειλή για την αυτοεκτίμηση, την ασφάλεια, την ταυτότητα και τις ευκαιρίες ζωής των υγιών μελών της οικογένειας.

Έρευνα των O’Wahl και Harman σε συγγενείς ψυχικά ασθενών έδειξε ότι 487 από αυτούς εντοπίζουν το στίγμα ως σημαντικό πρόβλημα. Το 22% αναφέρει ότι επηρεάστηκαν οι σχέσεις τους με τα άλλα μέλη της οικογένειας, το 21% ότι μειώθηκε η αυτοεκτίμησή τους και το 20% ότι χάλασε η σχέση τους με τον άρρωστο συγγενή.

Μελέτη στον ελληνικό χώρο βρήκε ότι οι γονείς, στην πλειοψηφία τους, αισθάνονται ότι όχι μόνο ο άρρωστος, αλλά και όλη η οικογένεια στιγματίζεται. Το στίγμα μπορεί να οριστεί ως μια επαναλαμβανόμενη απόρριψη, που για να την αποφύγουν μπορεί να υιοθετήσουν κάποιο τρόπο απόκρυψης της αρρώστιας, όπως (α) να διατηρήσουν μια φαινομενικά φυσιολογική ζωή και (β) να αποφύγουν την ανάμιξη με ό,τι θυμίζει την αρρώστια και ως εκ τούτου το στιγματισμό.

Στρατηγικές αντιμετώπισης

Με τον όρο στρατηγικές αντιμετώπισης (coping) εννοούμε «το σύνολο των γνωστικών και συμπεριφορικών προσπαθειών για να ελεγχθούν, να μειωθούν και να γίνουν ανεκτές οι εσωτερικές ή εξωτερικές απαιτήσεις, που απειλούν ή ξεπερνούν τα αποθέματα ενός ατόμου». Οι στρατηγικές αντιμετώπισης μπορούν να μειώσουν το stress με δύο διαφορετικούς τρόπους: (α) στοχεύοντας στην επίλυση του προβλήματος (problemfocused coping) και (β) επικεντρώνοντας στη ρύθμιση των συναισθημάτων (emotion-focused coping).

Ερευνητικά δεδομένα έδειξαν ότι οι οικογένειες των ψυχικά ασθενών, λόγω των πρόσθετων στρεσογόνων παραγόντων, κάνουν συχνότερα χρήση στρατηγικών αντιμετώπισης, κυριότερες από τις οποίες είναι η παθητική εκτίμηση της κατάστασης, η αναζήτηση βοήθειας από την κοινότητα, η αναζήτηση πνευματικής στήριξης και η χρήση κοινοτικών αποθεμάτων. Πιο συγκεκριμένα, έχουν προσδιοριστεί ως κυριότερες στρατηγικές η ενασχόληση με δραστηριότητες εκτός σπιτιού, η συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης, η αποδοχή της αρρώστιας, η οριοθέτηση της συμπεριφοράς του ασθενούς, η συναισθηματική αποστασιοποίηση από την κατάσταση, η επιλογή να ζουν χωριστά από τον ασθενή και η άντληση δύναμης από θρησκευτικά πιστεύω.

Έχουν καθοριστεί τρία βασικά πρότυπα εμπλοκής των συγγενών του ψυχωσικού ασθενούς: (α) ενεργός και συνεχής συνεργασία και συμμετοχή, (β) περιστασιακή εμπλοκή μόνο σε περιπτώσεις κρίσης και (γ) αποστασιοποίηση, που χαρακτηρίζεται από διατήρηση της απόστασης ανάμεσα στον άρρωστο και τα υγιή μέλη της οικογένειας και επίλυση πρακτικών προβλημάτων που αφορούν σε νοσηλείες, οικονομικά θέματα και επαφές με επαγγελματίες υγείας.

Οι Wintersteen και Rasmussen διερεύνησαν τις αντιδράσεις των πατέρων και τις συνέκριναν με τις αντιδράσεις των μητέρων των ψυχικά ασθενών. Βρέθηκε ότι οι πατέρες δύσκολα δέχονται στήριξη και βιώνουν μια αίσθηση απομόνωσης. Χρειάζονται περισσότερο χρόνο να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα της αρρώστιας και να φτάσουν στην αποδοχή και επεξεργασία του πόνου τους. Επίσης, οι πατέρες αναλαμβάνουν την ψυχολογική υποστήριξη των άλλων μελών της οικογένειας και, μετά την πλήρη ανάδυση της νόσου, εμπλέκονται περισσότερο με ευθύνες στο σπίτι και στη φροντίδα του ασθενούς, όμως όχι στο βαθμό που θα έπρεπε ώστε οι μητέρες να μην κατακλύζονται από τα αυξημένα καθήκοντα φροντίδας.

Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ

Απώλειες

Η διάγνωση μιας χρονίας νόσου στο παιδί βιώνεται από τους γονείς ως μια τραυματική απώλεια. Η διαδικασία του θρήνου αρχίζει όταν τα συμπτώματα της ψυχικής νόσου κάνουν την εμφάνισή τους. Ωστόσο, τα έντονα συναισθήματα, συνοδευόμενα από σωματικά ενοχλήματα και διαταραγμένη συμπεριφορά, γίνονται έκδηλα κατά τη νοσηλεία του παιδιού, όταν τίθεται επισήμως η διάγνωση, ή αργότερα, όταν γίνεται φανερό στους γονείς ότι το παιδί δεν μπορεί να ανακτήσει εντελώς τη χαμένη του λειτουργικότητα.

Η απώλεια εδώ είναι λιγότερο σαφής συγκριτικά με την απώλεια στην περίπτωση θανάτου, διαζυγίου ή εγκατάλειψης. Δεν πρόκειται για απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά κάποιων υγιών «τμημάτων» της προσωπικότητάς του και των προσδοκιών που οι γονείς είχαν για τον ασθενή και τη σχέση μαζί του στο παρόν και στο μέλλον. Οι γονείς νιώθουν ότι δεν ανταποκρίθηκαν στο γονεϊκό τους ρόλο να προστατεύσουν το παιδί τους από κάθε κίνδυνο και το κοινωνικό τους περιβάλλον μπορεί να τους ενοχοποιεί ακόμη περισσότερο, θεωρώντας τους υπεύθυνους για τη «δυσλειτουργική» οικογένεια που προκάλεσε την αρρώστια. Η ίδια η ταυτότητα των γονιών και η αυτοπεποίθησή τους προσβάλλονται, προσπαθώντας να προσδιορίσουν ποια ήταν τα λάθη και οι ευθύνες τους στην ανάπτυξη του παιδιού τους. Οι ανάγκες φροντίδας του παιδιού υπερισχύουν των προσωπικών στόχων και αξιών.

Σύμφωνα με τον Doka,ο θρήνος των γονιών των ψυχικά ασθενών είναι παραγνωρισμένος. Το βασικό χαρακτηριστικό του παραγνωρισμένου θρήνου είναι ότι αφορά σε απώλεια που δεν αναγνωρίζεται και δεν θρηνείται δημόσια, με αποτέλεσμα το άτομο να στερείται κοινωνικής στήριξης. Σε αυτές τις περιπτώσεις ανήκει ο «κοινωνικός θάνατος», όπου το πρόσωπο είναι ζωντανό αλλά θεωρείται πεθαμένο, όπως στην περίπτωση ατόμων που κλείνονται σε ιδρύματα, ο «ψυχολογικός θάνατος», όπου το άτομο δεν έχει πια συνείδηση της ύπαρξής του, και ο «ψυχοκοινωνικός θάνατος», όπου η προσωπικότητα κάποιου έχει αλλάξει τόσο πολύ, ώστε οι σημαντικοί άλλοι θεωρούν ότι το πρόσωπο, όπως ήταν παλιά, έχει χαθεί.

Ο «παραγνωρισμένος θρήνος» των γονιών του ψυχικά ασθενούς δημιουργεί ένα παράδοξο: από τη μια μεριά πολλαπλασιάζει τα προβλήματα και από την άλλη μειώνει τις διαθέσιμες πηγές στήριξης. Σε τέτοιες συνθήκες, βιώνονται εντονότερα συναισθήματα θυμού, ενοχής και αδυναμίας, οι σχέσεις τείνουν να γίνουν αμφιθυμικές και συμβαίνουν συχνές κρίσεις, ενώ δεν υπάρχουν σχετικές τελετές που να σηματοδοτούν τις αλλαγές στη ζωή. Ο φόβος του στίγματος της ψυχικής αρρώστιας κάνει τους γονείς να θέλουν να κρατούν το θρήνο μέσα στο πλαίσιο της ιδιωτικής-οικογενειακής τους ζωής. Παρόλο που βιώνουν συνεχιζόμενες απώλειες, σπάνια έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν λεκτικά το βίωμά τους ή να δεχθούν την έκφραση συμπάθειας και συμπαράστασης, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στο θάνατο.



Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Παθητικό Κάπνισμα των Παιδιών: Πόσο Απαραίτητη είναι η Ενεργός δράση;


Εισαγωγή


Η έκθεση των μη καπνιστών σε προϊόντα καύσης του καπνού σε κλειστό χώρο ορίζεται ως παθητικό κάπνισμα. Αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα δημόσιας υγείας για τα παιδιά.

Ο καπνός του τσιγάρου περιλαμβάνει περίπου 4.000 χημικές ουσίες, βαρέα μέταλλα και ραδιενεργά στοιχεία, 40 από τις οποίες αποτελούν γνωστά καρκινογόνα για τον άνθρωπο. Ο καπνός προέρχεται από δύο πηγές, από το τσιγάρο που καίγεται −σ’ αυτόν οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος του καπνού μέσα στο σπίτι− και από την εκπνοή καπνού από τον καπνιστή. Ο καπνός του τσιγάρου που καίγεται περιέχει 2−3 φορές περισσότερο επιβλαβείς χημικές ουσίες από τον καπνό της εκπνοής του καπνιστή λόγω του γεγονότος ότι δεν φιλτράρεται από το φίλτρο του τσιγάρου.

Η χώρα μας όσον αφορά στο κάπνισμα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπολογίζεται ότι το 40% των ενηλίκων στην Ελλάδα καπνίζει. Η συχνότητα του καπνίσματος επηρεάζεται από το φύλο και τον τόπο διαμονής. Συγκεκριμένα, όσοι διαμένουν σε μεγάλα αστικά κέντρα καπνίζουν περισσότερο σε σχέση με την περιφέρεια (51% των ανδρών και 39% των γυναικών, αντίστοιχα). Πρόσφατες μελέτες στον ελλαδικό χώρο δείχνουν ότι η συχνότητα καπνίσματος στους εφήβους είναι ιδιαίτερα υψηλή. Μαθητές ηλικίας 13−15 ετών καπνίζουν συστηματικά σε ποσοστό 32% ενώ στην ηλικία των 16−19 ετών το ποσοστό αυξάνει μέχρι και 50%.

Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), τα μισά παιδιά του κόσμου αναπνέουν αέρα ρυπογόνο από καπνό τσιγάρου κυρίως μέσα στα σπίτια τους. Το 80% των παιδιών δηλώνει ότι ζουν σε σπίτι όπου ο ένας από τους δύο γονείς καπνίζει. Το παιδί γίνεται παθητικός καπνιστής από το κάπνισμα των γονέων, των συγγενών ή των φίλων του. Η παραμονή του παιδιού σε χώρο με καπνιστές για μία ώρα έχει ως αποτέλεσμα την εισπνοή τόσων επιβλαβών χημικών ουσιών όσων θα εισέπνεε αν κάπνιζε 10 ή περισσότερα τσιγάρα. Μελέτες στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρουν ότι όταν καπνίζουν και οι δύο γονείς 15−20 τσιγάρα ημερησίως, είναι ίδιο σαν να κάπνιζε το παιδί 80 τσιγάρα το χρόνο και από αυτά τα 50 αποδίδονται στη μητέρα, επειδή το παιδί μένει μαζί της τον περισσότερο χρόνο της ημέρας.

Επιπτώσεις στην υγεία των παιδιών

Τεκμηριωμένες μελέτες συσχετίζουν την έκθεση των παιδιών στον καπνό του τσιγάρου με αύξηση της συχνότητας εμφάνισης λοιμώξεων και νοσημάτων του αναπνευστικού συστήματος. Παιδιά των οποίων οι γονείς καπνίζουν, έχουν 3−5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν από αναπνευστικές λοιμώξεις (πνευμονία, βρογχίτιδα, βρογχιολίτιδα, λαρυγγίτιδα) καθώς ευνοείται η μετάδοση ιογενών λοιμώξεων από τους γονείς στα παιδιά με το βήχα, σε σχέση με εκείνα που δεν καπνίζουν οι γονείς τους. Επίσης, έχουν 20−40 φορές περισσότερες πιθανότητες εισαγωγής σε νοσοκομείο λόγω οξείας βρογχίτιδας ή πνευμονίας κατά το πρώτο έτος της ζωής τους. Η συμπτωματολογία τους είναι εντονότερη και μεγαλύτερης διάρκειας στα παιδιά των καπνιστών. Αναμφισβήτητα, αποτελεί εκλυτικό παράγοντα αύξησης της συχνότητας του άσθματος καθώς και σημαντική αιτία επιδείνωσης της συμπτωματολογίας του. Έχει συσχετιστεί με το σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου, με μέση ωτίτιδα με υγρό, πρόκληση οισοφαγίτιδας, βακτηριδιακή μηνιγγίτιδα και αποτελεί σημαντικό παράγοντα σχολικών απουσιών λόγω ασθένειας.

Η αύξηση του κινδύνου εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου, καρκίνου του πνεύμονα και χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας στους ενήλικες είναι οι κύριες απώτερες επιδράσεις του παθητικού καπνίσματος. Μη καπνιστής που ζει σε περιβάλλον καπνιστών διατρέχει δύο φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για καρκίνο του πνεύμονα. Στις ΗΠΑ, το παθητικό κάπνισμα κατατάσσεται ως τρίτη αιτία θανάτου μετά το ενεργητικό κάπνισμα και το οινόπνευμα.

Το κάπνισμα θεωρείται επικίνδυνο καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ιδιαίτερα μετά τον τέταρτο μήνα. Οι συχνότερες επιπτώσεις είναι η ενδομήτρια καθυστέρηση, οι επιπλοκές στην κύηση και στον τοκετό καθώς και ηαυξημένη περιγεννητική θνησιμότητα. Νεογέννητα που εκτέθηκαν στον καπνό του τσιγάρου κατά την εμβρυϊκή περίοδο εμφανίζουν μικρότερο βάρος και ύψος σε σχέση με αυτά, οι μητέρες των οποίων δεν κάπνιζαν. Οι χρόνιες καπνίστριες εμφανίζουν μειωμένη γονιμότητα που οφείλεται στις μόνιμες αρτηριακές βλάβες του ενδομητρίου και στις συσπάσεις της μήτρας. Επίσης, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εμφανίζουν βαριές επιπλοκές, όπως πρόδρομο πλακούντα, πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα, αμνιονίτιδα και πρόωρο τοκετό. Γυναίκες που διακόπτουν το κάπνισμα στην εγκυμοσύνη μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης των παραπάνω προβλημάτων υγείας στα παιδιά τους.

Στρατηγικές μείωσης της έκθεσης των παιδιών στο παθητικό κάπνισμα

Οι τεκμηριωμένες μελέτες των βλαπτικών επιδράσεων του παθητικού καπνίσματος στα παιδιά οδήγησε τον ΠΟΥ στην ανάπτυξη στρατηγικών, οι οποίες θα συμβάλλουν στη μείωση των προβλημάτων υγείας στα παιδιά καθώς χαρακτηρίζει την έκθεση των παιδιών στον καπνό του τσιγάρου ως παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, σύμφωνα με το άρθρο 6 (περί ανάπτυξης και επιβίωσης) και το άρθρο 24 (περί υγείας και νόσου), ενώ αφορούν σε νομοθετικές ρυθμίσεις και σε εκπαίδευση του κοινού. Κάθε χώρα οφείλει να εφαρμόσει νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα έχουν ως στόχο την αποτροπή των νέων να αρχίσουν το κάπνισμα, τη διακοπή του καπνίσματος όσων καπνίζουν και την προστασία των μη καπνιστών. Στη χώρα μας, από τη δεκαετία του 1970 λαμβάνονται μέτρα στο πλαίσιο αντικαπνιστικής εκστρατείας του Υπουργείου Υγείας, βασισμένη στις συστάσεις του ΠΟΥ. Οι παρεμβάσεις αφορούν στο εμπόριο του καπνού, την εισαγωγή αυστηρών περιορισμών στην πώληση, την άμεση και έμμεση διαφήμιση και την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους. Συχνά, όμως, στην εφαρμογή αυτών των μέτρων παρατηρείται διάσταση ή και σύγκρουση σχετικά με τα δικαιώματα των καπνιστών και μη.

Τεκμηριωμένες μελέτες των επιπτώσεων του παθητικού καπνίσματος στην υγεία, κυρίως των παιδιών, τα οποία είναι απροστάτευτα επιβάλλουν την εφαρμογή δραστικότερων και αυστηρότερων μέτρων κατά του καπνίσματος. Τα μέτρα αυτά για να τύχουν της ανάλογης αποδοχής πρέπει να βασίζονται σε αρχές, όπως της αυτονομίας, της υπευθυνότητας του ατόμου, της κοινωνικής χρησιμότητας, της ευθύνης της πολιτείας σε θέματα δημόσιας υγείας. Παρά τις σοβαρές προσπάθειες για μείωση του καπνίσματος, τα εφαρμοζόμενα μέτρα τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν απέδωσαν. Με νομοθετική παρέμβαση θεσπίστηκε απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους δημόσιους χώρους, ακολουθώντας την πρακτική πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Το δεύτερο σκέλος της στρατηγικής μείωσης της έκθεσης στο παθητικό κάπνισμα αφορά στην εκπαίδευση του κοινού, η οποία θα έπρεπε να αποτελεί την κύρια προτεραιότητα στα προγράμματα δημόσιας υγείας. Στόχος της εκπαίδευσης είναι η παροχή γνώσεων μέσω οργανωμένων προγραμμάτων σε παιδιά όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και σε νέους γονείς για να επιτευχθεί αλλαγή αντιλήψεων, στάσεων και συμπεριφορών του νεανικού πληθυσμού σχετικά με τις καπνιστικές τους συνήθειες.

Οι γονείς αποτελούν πρότυπο για τα παιδιά ενώ ασκούν θετική ή αρνητική επίδραση στη διαμόρφωση και την απόκτηση θετικών στάσεων και συνηθειών τρόπου ζωής. Οι καπνιστικές συνήθειες των παιδιών επηρεάζονται σημαντικά από τους γονείς, τους φίλους και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ενώ μελέτες δείχνουν ότι όταν οι γονείς καπνίζουν αυξάνεται η πιθανότητα έναρξης του καπνίσματος και στα παιδιά του. Η Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία προτείνει συγκεκριμένες οδηγίες, τις οποίες πρέπει να εφαρμόσουν οι γονείς στο σπίτι, ώστε να μειώσουν την έκθεση των παιδιών στον καπνό του τσιγάρου. Συγκεκριμένα, προτείνουν:

Διακοπή του καπνίσματος

Απαγόρευση του καπνίσματος μέσα στο σπίτι. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, να γίνεται συχνός και καλός αερισμός του σπιτιού ή το κάπνισμα να γίνεται σε συγκεκριμένο πάντα σημείο του σπιτιού, απομονωμένο από το παιδί

Απαγόρευση του καπνίσματος στους επισκέπτες και τους συγγενείς

Προτροπή στα μέλη της οικογένειας που καπνίζουν να το διακόψουν

Αποφυγή του καπνίσματος παρουσία των παιδιών

Ενημέρωση για το νομικό πλαίσιο σχετικά με το κάπνισμα που ισχύει για τους επαγγελματίες που φροντίζουν παιδιά

Αποφυγή δημόσιων χώρων για καπνιστές (εστιατόρια, αεροδρόμια, καταστήματα), όταν είναι με το παιδί τους

Ενημέρωση για τις υπηρεσίες υγείας και τις μεθόδους διακοπής του καπνίσματος καθώς και τα αντικαπνιστικά κέντρα

Ενημέρωση για τις συνέπειες του παθητικού καπνίσματος στα παιδιά

Ενημέρωση για τα δικαιώματα των μη καπνιστών και συμμετοχή σε προγράμματα ενημέρωσης και αγωγή υγείας σχετικά με τις βλαβερές συνέπειες του παθητικού καπνίσματος.

Συμπερασματικά, επειδή επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες έχουν καταδείξει τις δυσμενείς επιπτώσεις του παθητικού καπνίσματος στην υγεία του παιδιού, οι λειτουργοί της υγείας, γιατροί και νοσηλευτές, έχουν την αρμοδιότητα, και ιδιαίτερα η θεσμοθέτηση της λειτουργίας του σχολικού νοσηλευτή, να συμμετέχουν ενεργά στα προγράμματα ενημέρωσης του κοινού. Τα προγράμματα αυτά πρέπει να απευθύνονται κυρίως στους νέους και ειδικότερα στους νέους γονείς, με στόχο την ευαισθητοποίηση και την αναγνώριση των κινδύνων που προκαλεί το παθητικό κάπνισμα στην υγεία των παιδιών τους.


Βιβλιογραφία

1. WHO. Facts and figures about tobacco. [http:www.who.int/tobacco/fctc/cop/en/index/html], 2006

2. Vardavas CI, Athanasopoulos D, Balomenaki E, Niaounaki D, Linardakis MK, Kafatos AG. Smoking habits of Greek preschool children’s parents. BMC Public Health 2007

3. Vardavas CI, Kafatos AG. Smoking policy and prevalence in Greece: An overview. Eur J Public Health 2007

4. Chan-Yeung M, Dimich-Ward H. Respiratory health effects of exposure to environmental tobacco smoke. Respirology 2003

5. Fantuzzi G, Aggazotti G, Righi E, Facchinetti F, Bertucci E, Kanitz S et al. Preterm delivery and exposure to active and passive smoking during pregnancy: A case-control study from Italy. Paediatric Perinatal Epidemiol 2007

6. Forster JA, Widome R, Bernat DH. Policy interventions and surveillance as strategies to prevent tobacco use in adolescents and young adults. Am J Prev Med 2007
 
 

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Οι Επιδράσεις της Κινητής Τηλεφωνίας στην Παιδική Ηλικία



Εισαγωγή

Στη σημερινή εποχή, οι δυνατότητες επικοινωνίας σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη έχουν εξελιχθεί αρκετά, κυρίως μέσω της κινητής τηλεφωνίας (ΚΤ). Το κινητό τηλέφωνο (ΚΤ) έχει αποκτήσει μια σημαντική θέση στη ζωή των ανθρώπων ενώ προβλέπεται ότι ο αριθμός των χρηστών θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Σήμερα, υπολογίζεται ότι >2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως χρησιμοποιούν ΚΤ, ενώ κάθε ένα λεπτό αγοράζεται και μια νέα συσκευή. Το ποσοστό συνδρομητών ΚΤ στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια έχει τριπλασιαστεί, με πρώτη την Ιταλία με 98 συνδρομητές ανά 100 κατοίκους. Στην Ελλάδα υπάρχουν >10,5 εκατομμύρια συνδρομητές κινητής τηλεφωνίας, έχουν δοθεί 6.000 άδειες λειτουργίας σταθμών βάσης κινητής τηλεφωνίας, ενώ παράλληλα έχουν δημιουργηθεί >35.000 νέες θέσεις εργασίας και λειτουργούν 21 σταθμοί μέτρησης ακτινοβολίας.

Τα παιδιά αποτελούν συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό χρηστών ΚΤ, δεδομένου ότι το 90% των παιδιών ηλικίας 11–15 ετών και το 11% ηλικίας 5–9 ετών στη Μεγάλη Βρετανία, έχει κινητό τηλέφωνο. Το 10% των παιδιών αυτών χρησιμοποιεί το κινητό >45 min ημερησίως, ενώ 4 στις 10 φορές οι γονείς προμηθεύουν το κινητό, χωρίς να το ζητήσουν τα παιδιά. Στην Ιταλία, το 56% των παιδιών δεν κλείνουν ποτέ το ΚΤ, ούτε στο σχολείο, ούτε στην εκκλησία. Οι έφηβοι αναφέρουν ότι χρησιμοποιούν κινητό από την ηλικία των 5 χρόνων. Στην Ελλάδα, υπάρχει αρκετά αυξημένη χρήση ΚΤ στα παιδιά. Πανελλήνια έρευνα σε 917 μαθητές σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έδειξε ότι το 80% των μαθητών Γυμνασίου - Λυκείου και το 12% των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού διαθέτουν ΚΤ, ενώ το 65% των μαθητών δήλωσε ότι χρησιμοποιεί το ΚΤ και κατά τη διάρκεια του μαθήματος.


Τρόπος λειτουργίας κινητών τηλεφώνων

Τα κινητά τηλέφωνα είναι συσκευές εκπομπής και λήψης ραδιοκυμάτων με ενσωματωμένη κεραία στη συσκευή. Σε κάθε επικοινωνία, ο χρήστης στην πραγματικότητα κρατάει μια κεραία στο χέρι του, που την εφάπτει στο κεφάλι του και συγχρόνως μετακινείται.

Τα πρώτα συστήματα κινητής τηλεφωνίας της δεκαετίας του 1980 ήταν αναλογικά και χρησιμοποιούσαν συχνότητες 450 ΜΗz έως 900 ΜΗz. Τη δεκαετία του 1990, τα αναλογικά κινητά αντικαταστάθηκαν από ψηφιακά συστήματα 2 G ή GSM, που λειτουργούν σε υψηλότερες συχνότητες 1.800–1.900 ΜΗz, τα οποία με τη σειρά τους έχουν αρχίσει να αντικαθίστανται από την 3η γενιά (3 G), τα οποία λειτουργούν σε ακόμη υψηλότερη συχνότητα 1.900–2.200 ΜΗz και έχουν τη δυνατότητα ταυτόχρονης πρόσβασης σε όλα τα πολυμέσα (εικόνα, video, διαδίκτυο, τηλεόραση).

Εκτός από την κεραία που είναι ενσωματωμένη στη συσκευή, για να λειτουργήσει το δίκτυο της κινητής τηλεφωνίας πρέπει να εγκατασταθεί κεραία και στο σταθμό βάσης, που θα μεταφέρει διά του αέρος τα ραδιοκύματα της ΚΤ στη συσκευή. Οι σταθμοί βάσης εξυπηρετούν συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που ονομάζονται κυψέλες. Η έκτασή τους είναι 25–30 km ενώ η καθεμιά αποτελεί το σύνδεσμο μεταξύ του χρήστη και του δικτύου. Αν κάποιο ΚΤ απομακρυνθεί από την κοντινή του κυψέλη, τότε η σύνδεση μεταβιβάζεται αυτόματα στην επόμενη κυψέλη. Όταν ο αριθμός των χρηστών μιας περιοχής αυξάνεται, τότε τοποθετούνται νέες κεραίες στην κυψέλη για να εξυπηρετήσουν τις αυξημένες ανάγκες των χρηστών. Ο άνθρωπος, συνεπώς, δέχεται ακτινοβολία όχι μόνο από την κεραία του ΚΤ, αλλά και από τις κεραίες των σταθμών βάσης της ΚΤ. Οι κεραίες των σταθμών βάσης έχουν μεγαλύτερη ισχύ από εκείνη των κινητών, ενώ η βλαπτική τους επίπτωση στην υγεία των ανθρώπων είναι μικρότερη, γιατί βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από αυτές των κινητών συσκευών. Τόσο τα ΚΤ όσο και οι κεραίες βάσεων εκπέμπουν και λαμβάνουν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία (ΗΜΑ). Η ΗΜΑ είναι ταλαντώσεις ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, που κινούνται με την ταχύτητα του φωτός και μεταφέρουν ενέργεια.

Η ακτινοβολία της κινητής τηλεφωνίας εντάσσεται στη μη ιονίζουσα ΗΜΑ μέσης συχνότητας, 800–1.900 ΜHz.. Η ισχύς εκπομπής ενός ΚΤ είναι μεν σημαντικά χαμηλότερη από αυτή των σταθμών βάσης, η επιβάρυνση όμως του ανθρώπου από το ΚΤ είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που δέχεται από το σταθμό βάσης. Αυτό οφείλεται στην ελάχιστη απόσταση του ΚΤ από το κεφάλι μας, ενώ στην κεραία του σταθμού βάσης δεν πλησιάζει κάποιος περισσότερο από μερικά μέτρα. Σήμερα, οι άνθρωποι παρότι γνωρίζουν τους κίνδυνους από τη χρήση των κινητών εντούτοις δεν παρατηρείται μείωση των χρηστών ούτε στην παιδική ηλικία. Ωστόσο, πρέπει να γίνει σαφές ότι το οποιοδήποτε πρόβλημα με την κινητή τηλεφωνία δεν εντοπίζεται στις κεραίες, αλλά στα κινητά τηλέφωνα.

Παράμετροι επικινδυνότητας

Με τη χρήση του ΚΤ, κατά κύριο λόγο εκτίθεται η κεφαλή του ατόμου που τηλεφωνεί. Η έκθεση του χρήστη στην ακτινοβολία από το ΚΤ εξαρτάται από την κατασκευή του και ιδιαίτερα τη θέση της ενσωματωμένης κεραίας, τον τρόπο και τη διάρκεια χρήσης της συσκευής (χρόνος ομιλίας και ιδιαίτερα τις ώρες αιχμής των κλήσεων, αποστολή μηνυμάτων, πλευρά χρήσης, τόπος χρήσης), τον αυτόματο έλεγχο ισχύος της κάθε συσκευής που αυξομειώνει την ενέργεια εκπομπής της μέχρι και 1.000 φορές και εξαρτάται από την απόσταση του σταθμού βάσης, τη συχνότητα μεταπομπής της κλήσης (δηλαδή από κυψέλη σε κυψέλη). Η εκπεμπόμενη ισχύς είναι υψηλότερη σε αγροτικές περιοχές και όταν ο χρήστης κινείται (π.χ. αυτοκίνητο). Η απορρόφηση της ακτινοβολίας είναι μέγιστη στο σημείο επαφής με το ΚΤ και μειώνεται στο 1/10 στο αντίθετο σημείο χρήσης.

Ο δείκτης ειδικής απορρόφησης SAR (specific absorption rate) χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του ρυθμού απορρόφησης της ακτινοβολίας από τον οργανισμό από το συγκεκριμένο ΚΤ που χρησιμοποιείται. Εκφράζεται σε Watt/kg και για είναι ασφαλές το κινητό θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό μικρότερο από το όριο των 2 W/kg. Στις ΗΠΑ, είναι υποχρεωτική η αναγραφή του SAR σε κάθε συσκευή ενώ αναμένεται σύντομα να γίνει υποχρεωτική και στην Ευρώπη. Ακόμη και με την ίδια εταιρεία σύνδεσης, άλλα ΚΤ λαμβάνουν σήμα σε δύσκολα σημεία και άλλα όχι, γιατί από μοντέλο σε μοντέλο διαφέρει ο SAR. Πριν από την αγορά του ΚΤ πρέπει να ζητείται ο SAR ή να υπολογίζεται, ακολουθώντας τις οδηγίες στο διαδίκτυο.

Η έκθεση στην ακτινοβολία που εκπέμπεται από τους σταθμούς βάσης εξαρτάται από την ισχύ εκπομπής του σταθμού, την απόσταση από την κεραία εκπομπής (αντιστρόφως ανάλογη με την απόσταση, ενώ ακριβώς κάτω από την κεραία σχεδόν δεν υπάρχει ακτινοβολία), το διάγραμμα ακτινοβολίας και την ύπαρξη φυσικών εμποδίων που εξασθενούν την ακτινοβολία. Ο εξοβελισμός των κεραιών εκτός κατοικημένων περιοχών όχι μόνο δεν οδηγεί σε μείωση της ακτινοβολίας, αλλά σε αύξηση. Θα πρέπει είτε να υπάρχουν κεραίες υψηλής ισχύος εκτός αστικού ιστού, είτε πυκνό δίκτυο κεραιών χαμηλής ισχύος με διασπορά και μέσα στον αστικό ιστό. Η χρήση του ΚΤ είναι ασφαλέστερη όταν πραγματοποιείται σχετικά κοντά σε κεραία.

Η ακτινοβολία της ΚΤ είναι μη ιονίζουσα, χαμηλής έντασης και συχνότητας με αποδεδειγμένη μέχρι σήμερα τη βιολογική της δράση, την αύξηση της θερμοκρασίας των ιστών. Η ακτινοβολούμενη ενέργεια από τα ΚΤ απορροφάται από τους ιστούς και μετατρέπεται σε θερμότητα, η οποία επηρεάζει κυρίως την περιοχή της κεφαλής. Οι θερμικές επιδράσεις υφίστανται πάνω από ορισμένη τιμή έντασης της ακτινοβολίας, σύμφωνα με τα όρια ασφαλούς έκθεσης που έχουν καθοριστεί έτσι ώστε να μην προκύπτουν επιβλαβείς θερμικές επιδράσεις. Αν η απορροφούμενη ισχύς είναι μεγάλη έτσι ώστε να αυξηθεί η θερμοκρασία του σώματος >1 οC, προκύπτουν επιδράσεις όπως μείωση ικανότητας εκτέλεσης σύνθετων εργασιών, διαταραχές αναπαραγωγής, συγγενείς ανωμαλίες στα έμβρυα και αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα.

Κινητή τηλεφωνία – Ερευνητικά δεδομένα

Τα τελευταία χρόνια, από μελέτες σε πειραματόζωα και σε in vitro καλλιέργειες κυττάρων διατυπώνονται ανησυχίες ότι η υψίσυχνη ακτινοβολία χαμηλής έντασης, όπως αυτή της ΚΤ, μπορεί να έχει και άλλες επιδράσεις εκτός των θερμικών που προαναφέρθηκαν.

Σε πειραματικές καλλιέργειες κυττάρων που εκτέθηκαν σε συνθήκες μη ιονίζουσας ακτινοβολίας παρατηρήθηκαν διαταραχές της λειτουργίας των κυτταρικών μεμβρανών (αύξηση της διαπερατότητας), διαταραχές της λειτουργίας μικρού ποσοστού γονιδίων (20%), παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας πρωτεϊνών που πιθανόν προκαλούν δυσλειτουργίες στα κύτταρα, παραγωγή μελατονίνης (δράση στην επίφυση), διαταραχή στους μηχανισμούς διακίνησης βιολογικών μηνυμάτων (ορμόνες, νευροδιαβιβαστές) και επιβράδυνση του μηχανισμού επανασύνδεσης των ελευθέρων ριζών.

Πειράματα σε ζώα (ποντίκια και αρουραίους) συνηγορούν στο γεγονός ότι, παρότι οι συχνότητες της ΚΤ δεν φαίνεται να προκαλούν καρκίνο και όγκους του εγκεφάλου στα ζώα, εντούτοις είναι πιθανό να επιταχύνουν την ανάπτυξη ήδη εκδηλωμένων όγκων σε αυτά. Η έκθεση των ζώων στην ακτινοβολία ήταν συνεχής και πολύ μεγάλης διάρκειας, της τάξης των 22 ωρών ημερησίως, έκθεση πολύ μεγαλύτερη εκείνης που εκτίθενται οι άνθρωποι. Τα ευρήματα αυτά δεν έχουν αποδειχθεί επικίνδυνα για τον άνθρωπο παρόλο ότι δεν αποκλείονται.

Μελέτη στο τμήμα Κυτταρικής Βιολογίας και Ραδιοβιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στα έντομα –που θεωρούνται περισσότερο ανθεκτικά από τον άνθρωπο στις ακτινοβολίες– έδειξε ότι η ακτινοβολία του κινητού προκαλεί υπογονιμότητα και μεταβολές του γενετικού υλικού των κυττάρων. Η έρευνα έγινε σε αναπτυσσόμενο κυτταρικό σύστημα των ωοθηκών νεαρών θηλυκών εντόμων που εκτέθηκαν στην ακτινοβολία κινητού τηλεφώνου για 6 min ημερησίως και για 6 ημέρες. Στα ποντίκια, η ακτινοβολία του κινητού προκαλεί δυσλειτουργία της μνήμης τους, ιστολογικές αλλοιώσεις σε νεογέννητα έμβρυα ύστερα από ακτινοβόληση κατά τη διάρκεια της κύησης, καθώς και αύξηση πρωτεϊνών που σχετίζονται με την πρόκληση stress.

Μέχρι σήμερα, οι έρευνες σε ανθρώπους έχουν επικεντρωθεί κυρίως σε πιθανή συσχέτιση της ακτινοβολίας ΚΤ με ανάπτυξη κακοηθειών, όπως όγκοι εγκεφάλου, τραχήλου, όρχεων και λευχαιμίας. Επίσης, ενοχοποιείται για εμφάνιση μη ειδικών χρόνιων συμπτωμάτων, όπως κεφαλαλγίες, ζάλη, διαταραχές ύπνου, όρασης, αίσθημα κόπωσης, απώλεια μνήμης (σύνδρομο μικροκυμάτων) και καρδιαγγειακά νοσήματα. Μελέτες στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται στον κίνδυνο εμφάνισης νεοπλασιών στους χρήστες ΚΤ. Οι Hardell et al σε μελέτη τους το 1999 δε βρήκαν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη όγκων εγκεφάλου και ακουστικών νευρινωμάτων μετά από χρήση αναλογικών συσκευών για διάστημα 5 ετών. Παρόμοια αποτελέσματα εντοπίστηκαν και από μελέτες στις ΗΠΑ και στη Σκανδιναβία, μολονότι σε αντίστοιχη μελέτη, το 2003, βρήκαν αυξημένο κίνδυνο για την ανάπτυξη ακουστικών νευρινωμάτων από τη χρήση ΚΤ αναλογικής τεχνολογίας και όχι ψηφιακών. Μελέτες έδειξαν όι οι χρήστες ΚΤ >10 χρόνια έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ακουστικού νευρινώματος.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης που πραγματοποιήθηκε σε 420.000 χρήστες έως και 15 χρόνια ΚΤ, δε βρέθηκε αυξημένος κίνδυνος για την ανάπτυξη όγκων εγκεφάλου, τραχήλου, λευχαιμίας, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.

Έρευνες έδειξαν ότι τα παιδιά αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα που αυξάνει ταχύτατα τη χρήση των ΚΤ και είναι πολύ πιο ευαίσθητη στην απορρόφηση της ακτινοβολίας ενώ για τη λευχαιμία δείχνουν οριακά αυξημένο σχετικό κίνδυνο σε παιδιά που διαμένουν σε περιοχές κοντά σε κεραίες ραδιοφώνου και τηλεόρασης, όχι όμως της ΚΤ.

Οι Haarala et al μελέτησαν τις γνωστικές ικανότητες παιδιών ηλικίας 10–14 ετών, με κλειστό και ανοικτό το τηλέφωνο και βρήκαν ότι οι επιδόσεις των παιδιών δεν επηρεάστηκαν από την ακτινοβολία της συσκευής. Οι Haarala et al υπέβαλαν παιδιά σε συνεδρίες έκθεσης σε χρήση ΚΤ διάρκειας περίπου 1 ώρας, για μέτρηση και καταγραφή των υποκειμενικών συμπτωμάτων, όπως πονοκέφαλο, κούραση, ζαλάδα και ερεθισμούς δέρματος. Τα υποκειμενικά συμπτώματα δε βρέθηκαν να είναι στατιστικώς σημαντικά, ενώ βρέθηκε να αυξάνουν με την αύξηση του χρόνου ομιλίας.

Με βάση τις μελέτες που έχουν διεξαχθεί, ο ΠΟΥ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν ότι η έκθεση σε χαμηλού επιπέδου ηλεκτρομαγνητικά πεδία της ΚΤ έχει επιπτώσεις στην υγεία, ενώ μακροπρόθεσμες επιδράσεις δεν μπορούν να αποκλειστούν και γι’ αυτό είναι φρόνιμο, για προληπτικούς λόγους, να αποφεύγονται άσκοπες ή υπερβολικές επιβαρύνσεις από ακτινοβολίες ΚΤ, ιδιαίτερα στα παιδιά και τους εφήβους». Η Εθνική Επιτροπή Ραδιολογικής Προστασίας της Μεγάλης Βρετανίας αναφέρει ότι «υπάρχει αβεβαιότητα για τους ενδεχόμενους κινδύνους από τις συσκευές ΚΤ στην υγεία, ιδιαίτερα των παιδιών».

Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι τα ΚΤ δεν επηρεάζουν τη σωματική νοητική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς και τις γνωστικές λειτουργίες, επηρεάζουν όμως τις διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών στην καθημερινή ζωή. Δεν επηρεάζουν επίσης την ακοή σε βραχυχρόνια χρήση, αλλά σε μακροχρόνια χρήση αναφέρεται μείωση της ακουστικής οξύτητας σε συστηματικούς χρήστες (>1–2 ώρες ημερησίως).

Από επιδημιολογικές μελέτες φαίνεται ότι υπάρχει συσχέτιση χρήσης ΚΤ και μη ειδικών συμπτωμάτων, όπως πονοκέφαλοι, αίσθημα κακουχίας, διαταραχές στον ύπνο, δυσκολία στη συγκέντρωση, εξάψεις κ.λπ. Το εξάρτημα hands free, αν και λειτουργεί ως κεραία, δεν αυξάνει την έκθεση στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, αρκεί να γίνεται ορθή χρήση και να χρησιμοποιείται το καλώδιο για να είναι απομακρυσμένο το κινητό τηλέφωνο από το σώμα.

Το ασύρματο εξάρτημα blue tooth επικοινωνεί με το ΚΤ μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, λόγω όμως της πολύ μικρής απόστασης του ΚΤ με το εξάρτημα blue tooth, η μεταξύ τους επικοινωνία γίνεται με εξαιρετικά χαμηλή ισχύ σήματος και η ακτινοβολία που εκπέμπεται είναι κατά πολλές φορές υποπολλαπλάσια της ακτινοβολίας που εκπέμπουν τα ΚΤ. Επειδή η επικοινωνία του ΚΤ στο αυτοκίνητο με τον αντίστοιχο σταθμό βάσης είναι δυσχερής, το ΚΤ θα εκπέμψει μεγάλη ισχύ ώστε η ακτινοβολία του να φθάσει σε αυτόν και ειδικά στο αυτοκίνητο που είναι ένας μεταλλικός κλωβός, ο οποίος εγκλωβίζει την ακτινοβολία. Για προστασία από την ακτινοβολία ο οδηγός και οι επιβάτες πρέπει να χρησιμοποιούν blue tooth, με την προϋπόθεση ότι η συσκευή είναι σε παράθυρο ώστε η ακτινοβολία να εκπέμπεται προς το περιβάλλον.

Με τη χρήση του ΚΤ κατά την οδήγηση μειώνεται η οπτική ικανότητα και η ακρίβεια, επηρεάζεται όμως η οδική συμπεριφορά και οι αντιδράσεις του οδηγού. Είναι δυνατή η χρήση του ΚΤ όταν φορτίζεται, αρκεί η χρήση του να είναι με hands free ή με blue tooth και έχοντας το ΚΤ μακριά από το σώμα, ενώ απαγορεύεται σε άτομο με βηματοδότη (η ακτινοβολία θα επηρεάσει τη λειτουργία του). Ωστόσο, μπορεί και σε αυτή την περίπτωση να χρησιμοποιηθεί blue tooth μακριά από τη θέση του βηματοδότη. Η διεθνής επιτροπή για την προστασία από μη ιονίζουσες ακτινοβολίες (ICNIRP) έχει ορίσει όρια ασφαλούς έκθεσης στην ΗΜ ακτινοβολία που αποδέχεται ο ΠΟΥ. Ο κάθε κάτοικος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1 volt/μέτρο ακτινοβολίας στο χώρο όπου ζει και εργάζεται. Έχει οριστεί απόσταση ασφαλείας 300 μέτρα από σχολεία, νοσοκομεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς, γηροκομεία.



Κινητή τηλεφωνία – Οδηγίες για τη χρήση της

Οι βασικές οδηγίες για τους χρήστες συνοψίζονται παρακάτω:

Τα ΚΤ είναι επικίνδυνα κοντά στο σώμα και για πολλά λεπτά την ημέρα γιατί μεγιστοποιείται η απορρόφηση ακτινοβολίας από την αντίστοιχη περιοχή. H δόση ακτινοβολίας που απορροφάται μπορεί να είναι και χίλιες φορές μεγαλύτερη από εκείνη των κεραιών. Το ΚΤ πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για τις απαραίτητες κλήσεις (μισό έως ένα min την ημέρα)

Αν η κεραία βάσης δεν είναι κοντά, η ένταση του σήματος είναι χαμηλή και το ΚΤ αυξάνει την ισχύ στην οποία λειτουργεί, ενώ όταν είναι κοντά αντιλαμβάνεται το ισχυρό σήμα και χαμηλώνει την ισχύ λειτουργίας του. Είναι ασφαλέστερο να λειτουργεί το ΚΤ στη χαμηλότερη δυνατή ισχύ, άρα με πυκνό δίκτυο κεραιών. Αν το σήμα δεν είναι επαρκές, είναι προτιμότερο να αποφεύγεται η χρήση του.

Επιβάλλεται να ελαχιστοποιείται η χρήση του στο αυτοκίνητο και όταν αυτό δεν είναι δυνατό, να χρησιμοποιούνται είτε hands free είτε με blue tooth, έχοντας το ΚΤ μακριά από το σώμα.

Είναι απαραίτητο να ζητείται ο SAR του μοντέλου του ΚΤ πριν από την αγορά, ο οποίος δεν πρέπει να είναι >2 W/kg. Τα αυτοκόλλητα που τοποθετούνται στο πίσω μέρος του ΚΤ δεν απορροφούν την ακτινοβολία που εκπέμπεται.

Για πληροφορίες σχετικά με ακτινοβολία ΚΤ παρέχεται ενημέρωση από αρμόδια όργανα.

Το ΚΤ εκπέμπει ακτινοβολία, ακόμη και όταν είναι σε κατάσταση αναμονής. Δεν πρέπει να αφήνεται στο παιδικό δωμάτιο ή στο παιδικό καροτσάκι δίπλα στο βρέφος. Δεν πρέπει να δίνεται στα παιδιά για να παίζουν και να αφήσουν ήσυχους τους γονείς. Τα παιδιά, ηλικίας <8 ετών δεν πρέπει να χρησιμοποιούν ΚΤ, ενώ τα μεγαλύτερα πρέπει να μιλούν στο ΚΤ όσο γίνεται λιγότερο. Να προτιμούν αποστολή μηνυμάτων SMS, σπαστό μοντέλο κινητού (απομάκρυνση κεραίας από κεφαλή), συσκευή hands free, τα ΚΤ να βρίσκονται σε «οριζόντια θέση» και όχι σε «όρθια θέση». Τα ΚΤ πρέπει να είναι κλειστά σε ώρες μαθημάτων ή παρακολούθησης θεαμάτων.

Συμπεράσματα

Η μαζική χρήση ΚΤ είναι πρόσφατο φαινόμενο, εξελισσόμενο με ταχύτητα η οποία υπερβαίνει τις βιολογικές μελέτες για τις τυχόν επιπτώσεις στην υγεία. Για τη μείωση των βλαπτικών επιδράσεων στην υγεία, είναι φρόνιμο οι γονείς και οι επαγγελματίες υγείας να υιοθετήσουν προληπτική προσέγγιση στη χρήση του, ιδιαίτερα στα παιδιά.

Βιβλιογραφία

1. Ahlbom A, Green A, Kheifersts L, Savitz D, Swerdlow A. Epidemiology of health effects of radiofrequency exposure. Environ Health Perspect 2004

2. Θωμαΐδου Λ. Κινητή τηλεφωνία και παιδί. Δελτίο Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών 2005

3. Ahlbom A, Green A, Kheiferts L, Savitz D, Swerdlow A, ICNIRP (International Commission for Non-Ionizing Radiation Protection) Standing Committee on Epidemiology. Epidemiology of health effects of radiofrequency exposure. Environ Health Perspect 2004

4. Sandstrom M, Wilen J, Ofredal G, Hansson Mild K. Mobile phone use and subjective symptoms. Comparison of symptoms experienced by users of analogue and digital mobile phones. Occup Med (Lond) 2001

5. Koivisto M, Haarala C, Krause CM, Revonsuo A, Laine M, Hamalainen H. GSM phone signal does not produce subjective symptoms. Bioelectromagnetics 2001

6. Telecommunication base stations - exposure to electromagnetic fields. Report of a short-term mission within COST 244bis. Available: http://www.cost 281.org/activities/Short term mission pdf [accessed: 27 October 2004]

7. NRPB 2003. Health effects from radiofrequency electromagnetic fields. Report of an independent advisory group on non-ionising radiation, Chilton, Didcot UK: National radiation protection board. Available: http://www.nrpd.org/publications/documents of nrpd/pdfs/doc - 14–2. pdf [accessed: 28 October 2004]

8. Hardell L, Mild KH, Carlberg M. Further aspects on cellular and cordless telephones and brain tumors. Int J Oncol 2003

9. Hardell L, Mild KH, Pεhlson A, Hallquist A. Ionizing radiation,cellular telephones and the risk for brain tumours. Eur J Cancer Prev 2001

10. Santini R, Santini P, Danze JM, Le Ruz P, Seigne M. Investigation on the health of people living near mobile telephone relay stations: I/Incidence according to distance and sex. Patho Biol (Paris) 2002

11. Santini R, Santini P, Danze JM, Le Ruz P, Seigne M. Symptoms experienced by people in vicinity of base stations: II/Incidences of age, duration of exposure, location of subjects in relation to the antennas and other electromagnetic factors. Pathol Biol (Paris) 2003

12. Michelozzi P, Capon A, Kirchmayer U, Forastiere F, Biggen A, Barca A et al. Adult and childhood leukaemia near a high-power radio station in Rome, Italy. Am J Epidemiol 2002

13. Hayes RB, Brown LM, Pottern LM, Gomez M, Kardaun JW, Hoover RN et al. Occupation and risk for testicular cancer: A case-control study. Int J Epidemiol 1990

14. Hardell L, Mild KH, Carlberg M. Case control study on the use of cellular and cordless phones and the risk for malignant brain tumours. Int J Radiat Biol 2002

15. Hardell L, Nasman A, Pahlson A, Hallquist A, Hansson Mild K. Use of cellular telephones and the risk for brain tumours: A case-control study. Int J Oncol 1999

16. Christensen HC, Schuz J, Kosteljanetz M, Poulsen HS, Thomsen J, Johansen C. Cellular telephone use and risk of acoustic neuroma. Am J Epidemiol 2004

17. Hietanen M, Hδmδlδinen AM, Husman T. Hypersensitivity symptoms associated with exposure to cellular telephones: No causal link. Bioelectromagnetics 2002

18. Royal Society of Canada. A review of the potential health risks of radiofrequency fields from wireless telecommunication devices. Ottawa, Ontario: Royal Society of Canada, 1999. Available: http://www.rsc. ca/english/RFreport.pdf [accessed: 4 November 2004]

19. Muscat JE, Malkin MG, Thompson S, Shore RE, Neugut AI, Stellman SD et al. Handheld cellular telephones and risk of acoustic neuroma. Neurology 2002

20. Muscat JE, Malkin MG, Shore RE, Thompson S, Shore RE, Stellman SD et al. Handheld cellular telephones use and risk of brain cancer. JAMA 2000

21. Haarala C, Bjornberg L, Ek M, Laine M, Revonsuo A, Koivisto M, Hamalainen H. Effect of a 902 MHz electomagnetic field emitted by mobile phones on human cognitive function: A replication study. Bioelectromagnetics 2003